ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

2011-09-03 23:21

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

ΤΟΥ ΠΡΩΤ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΥΛΟΥ

(Ματθ. 19:16-26)

«…δεύρο ακολούθει μοι».

Πρόταση αλήθειας και ζωής

 

Και ιδού είς προσελθών είπεν αυτώ:

~Διδάσκαλε αγαθέ, τί αγαθόν ποιήσω ίνα έχω ζωή αιώνιον;

Ο δε είπεν αυτώ:

~Τί  με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός ει μη είς ο Θεός. Ει δε θέλεις εισελθείν εις την ζωήν, τήρησον τας εντολάς.

Λέγει αυτώ:

~Ποίας;

Ο δε Ιησούς είπε:

~Το ου φονεύσεις, ου μοιχεύσεις, ου κλέψεις, ου ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα και την μητέρα, και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν.

Λέγει αυτώ ο νεανίσκος:

~Πάντα ταύτα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου. Τί έτι υστερώ;

Έφη αυτώ ο Ιησούς:

~Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι.

Ακούσας δε ο νεανίσκος τον λόγον απήλθε λυπούμενος∙ ην γαρ έχων κτήματα πολλά. Ο δε Ιησούς είπε τοις μαθηταίς αυτού:

~Αμήν λέγω υμίν ότι δυσκόλως πλούσιος εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών. Πάλιν δε λέγω υμίν, ευκοπώτερόν εστι κάμηλον δια τρυπήματος ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν των ουρανών εισελθείν.

Ακούσαντες δε οι μαθηταί αυτού εξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες:

~Τίς άρα δύναται σωθήναι;

Εμβλέψας δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς:

~Παρά ανθρώποις τούτο αδύνατον εστί, παρά δε Θεώ πάντα δυνατά εστι.

Ο ανωτέρω διάλογος μεταξύ του Ιησού με τον νεαρό άνδρα, καθώς και με τους μαθητές Του, μας δίνει τη δυνατότητα πολλαπλού τρόπου προσέγγισης και προβληματισμού. Μπορεί,  κανείς, να σταθεί στο «ουδείς αγαθός ει μη είς, ο Θεός» ή στο «τήρησον τας εντολάς» ή ακόμη στο «Τίς άρα δύναται σωθήναι».

Εμείς θα σταθούμε ευλαβικά, τίμια και ειλικρινά στο «Τί έτι υστερώ». Ένα διευκρινιστικό ερώτημα του νεαρού ανθρώπου, προς τον Χριστό, το οποίο δικαιολογεί την υποβολή του, λόγω του νεαρού της ηλικίας του, όπου ανέκαθεν ο κάθε νέος άνθρωπος ευρισκόμενος  στο στάδιο της νεανικής διαδρομής, διατυπώνει, κάποιες φορές, την όποια απογοήτευσή του, σε μορφή ερώτησης ή απορίας.

Ο νέος είχε διδαχθεί να ζει με την ψευδαίσθηση, ότι τηρώντας τους νόμους του Δεκαλόγου, θα μπορούσε να κερδίσει τη Βασιλεία των Ουρανών, γι’ αυτό αποχωρεί «λυπούμενος», όταν ο Ιησούς του προτείνει έναν άλλο τρόπο ζωής, απ’ αυτόν που ζούσε, διότι ο Χριστός, ως αυθεντικός διδάσκαλος, δεν καθοδηγεί τον άνθρωπο στο ψεύδος, αλλά μόνο στην αλήθεια και στην οντολογική ζωή. Του εισηγείται, δηλαδή, μια πρόταση αλήθειας και ζωής.

Αυτή η πρόταση δεν απευθύνεται, ασφαλώς, μόνο στον συγκεκριμένο νέο, αλλά στον κάθε νέο και νέα, στο κάθε γενικά άνθρωπο, ανεξαρτήτου ηλικίας και κοινωνικής στάθμης.  Παράλληλα, όμως, διεγείρει και αφυπνίζει τις συνειδήσεις, όλων όσων καθοδηγούν τη νεότητα, ώστε να μην καλλιεργούν ψευδαισθήσεις, για τη ζωή τους.

Αυτό, όμως, που διαπιστώνει κανείς διαχρονικά, είναι ότι οι κοινωνικοί και θεσμικοί ταγοί της μόρφωσης και διαμόρφωσης της νεανικής προσωπικότητας και νοοτροπίας, μορφώνουν, καλλιεργούν, διδάσκουν και μεταδίδουν στους νέους, όχι μόνο ψευδαισθήσεις, αλλά και πολλές μορφές ανασφάλειας και αβεβαιότητας, για τη ζωή και το μέλλον τους, στον εδώ και στον επέκεινα κόσμο, με αποτέλεσμα όταν ακούν, για πρώτη φορά, την οντολογική πρόταση αλήθειας και ζωής, να γίνονται περίλυποι και να απομακρύνονται απογοητευμένοι, χωρίς βεβαίως να ευθύνονται οι ίδιοι. Έτσι, η κοινωνία και οι θεσμικοί της ταγοί μεταβάλλονται σε μια «αντινεανική» καθοδήγηση, με    κύριο γνώρισμα τον ατομοκεντρικό τρόπο ζωής, που είναι ο ευδαιμονισμός και η από­λαυση του υπερεκτιμημένου Εγώ. Σε τέτοιο ευδαιμονισμό ζούσε μέσα στις ψευδαισθήσεις του ο νέος της περικοπής. Ένας ευδαιμονισμός, ο οποίος ως επιλογή υπήρχε ανέκαθεν.

Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των παλαιότερων με  τους νεώτερους χρόνους είναι ότι αυτοί τον προέβαλαν, ως αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου, ως συνώνυμο της αυτοπραγ­μάτωσης και ως ατομικό και συλλογικό όραμα ζωής. Σήμερα  στην εποχή της «καθολικής εξατομίκευσης» και της «ιδιώνυμης φρόνησης», ο άνθρωπος εκλαμβάνει τη ζωή, ως μέσο ηδονής και ικανοποίησηςΑυτή η εκδοχή του ανθρώπινου βίου αποτε­λεί ένα από τα θεμελιακά ιδεολογήματα της σύγχρονης κα­ταναλωτικής κοινωνίας, του εμπορευματοποιημένου χώρου παραγωγής και κατανάλωσης, διαμορφώνοντας συγχρόνως συμπεριφορές και συνειδήσεις, καθοδηγεί τη νεότητα να βιώσει τη ζωή, ως λεηλασία και εκμετάλλευση του κάθε άλλου. Η εντιμότητα και η ειλικρίνεια ευτελίζονται, με αποτέλεσμα η προσωπική και κοινωνική προκοπή δεν έχει πια, ως ανα­γκαία προϋπόθεση την συστολή του «εγώ», προς χάριν του «ε­μείς». Δηλαδή, δεν επιδιώκει καμία μορφή υπέρβασης και αυθυπέρβασης, απομονώνεται και αποξενώνεται από το κοινωνικό γίγνεσθαι, ζώντας για το εφήμερο, αντί για το αιώνιο.

Ευρισκόμενη η νεολαία ενώπιον αυτού του τρόπου ζωής, συνήθως κάνει δύο επιλογές. Ή προσαρμόζεται και παραδίδεται στην ευζωία ή επιλέγει την αντίδραση,  την οποία η «αντινεανική κοινωνία» την καταγράφει, ως αντικοινωνική συμπεριφορά, καταδικάζοντας και οικτίροντας  τους νέους.

Οικτίροντας όμως η κοινωνία τους νέους, οικτίρει τον εαυτό της, αφού οι νέοι ανατρέφονται μέσα στο δικό της πλαίσιο αξιών, αφού ο κόσμος τους είναι αντικατοπτρισμός της ίδιας της κοινωνίας, αφού δικά της παιδιά και δικά της ποιήματα είναι.  Βεβαίως η αντίδραση των νέων α­ποτελεί κραυγή για έξοδο απ' το αδιέξοδο, που η διδάσκουσα κοινωνία τους οδήγησε.

Συνεπώς χρειάζεται μια άλλη πρόταση ζωής, η οποία να οδηγεί τη νεολαία και τον άνθρωπο σε βιώματα φιλαλληλίας και φιλαν­θρωπίας, εντιμότητας και ειλικρίνειας, στοργής και αγάπης, όπου η όποια «αντι­κοινωνική συμπεριφορά» των νέων, αλλά  και η «αντινεανική στάση» της κοινωνίας, θα πρέπει να παραχωρήσουν τις αλλοτριωμένες επιλογές και απόψεις  τους στην αυθεντική ζωή.

Αυτή η εναλλακτικής πρότασης ζωής, πρέπει να έλθει στο προσκήνιο από την Εκκλησία του Χριστού, κομίζοντας τη δι­κή της διδασκαλία και εμπειρία για τον άνθρωπο και τη ζωή, διότι στην Εκκλησία συναντάμε  την αρμονική σχέση ανθρώπου και Θεού, με συνέπεια την προέκταση, από τον εαυτό του, στο συνάνθρωπό του και τον κόσμο. Η Εκκλησία διδάσκει την αποφυγή της φιλαυτίας και την επιλογή της φιλαλληλίας.  Την ανάγκη της ελευ­θερία και τη μη αλλοτρίωση της ζωής. Γι' αυτό και δεν αδιαφορεί για καμία πτυχή της ζωής, για καμία απο­ρία των ανθρώπων.

Έτσι, το πρώτο που η Εκκλησία κομίζει, διαλεγόμενη με τους προβληματισμούς των νέων, είναι η βίω­ση της πατρότητας του Θεού. Η θεολογία, πολύ πριν την ψυχολογία και την παιδαγωγική, κατενόησε, ότι η υποταγή ή η ανταρσία των νέων οφείλεται στην παρα­μόρφωση ή στην απουσία της Θεϊκής Πατρότητας. Δηλαδή, της περιχώρησης αγάπης και ελευθερίας. Μια πατρότητα συνώνυμη της δωρεάς, της χω­ρίς όρους και όρια κοινοποίησης της ζωής. Αυτό σημαίνει ότι οι γονείς βοηθούν τα παιδιά τους, να εγκαταλείψουν τον παιδισμό, τους δεσμούς δηλαδή εξάρτησης και μονόδρομης απολαβής, ώστε να μπορούν να βιώνουν δεσμούς αμοιβαιότητας.

Επίσης οι πνευματικοί πατέρες και διδάσκαλοι να διδάσκουν τους μαθητές τους την κοινωνία τους με τον Θεό και το συ­νάνθρωπο και να τους μάθουν, να χαίρονται την ομορφιά της κτίσης. Κατά συνέπεια η πατρική καθοδήγηση πρέπει να λειτουργεί, ως προετοιμασία της ζωής, να είναι η ζωή. Να προσφέρει στον νέο άνθρωπο οντολογικές και αυθεντικές αρετές, όπως τη φιλία, τη συζυγία, τη αδελφικότητα. Να διαμορφώσει τον νέο σε ενεργό και δόκιμο πολίτη και λειτουργό της κοινωνίας, λαμβανομένου υπ’ όψη ότι ο νέος εκτός από τις χρηστικές ανάγκες του, πρέπει να ικανοποιεί και τις υπαρξιακές του ανάγκες, δηλαδή, την πείνα για ελευθερία και τη δίψα για αγάπη, την πείνα και τη δί­ψα για τον Θεό της αγάπης και της ελευθερίας.

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος στον ενθρονιστήριο λόγο του, ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, λέγει χαρακτηριστικά ότι «η πρόκληση για την Εκκλησία είναι ιστορική. Οφείλει να διατυπώσει ένα νέο λόγο με δύναμη και προοπτική, για να είναι πάντοτε ζωντανή η παρουσία της στο σύγχρονο κόσμο. Οι καιροί αξιώνουν από την Εκκλησία να λάβει, με θεμέλιο την παράδοση και με σεβασμό στον πυρήνα της ουσίας της, θαρραλέες αποφάσεις και να κάνει γενναίες τομές, για να φέρει την ποθητή μεταμόρφωση και την αναγκαία εξυγίανση.

Αυτή η μεταμόρφωση και η εξυγίανση μας υποχρεώνουν τώρα στον αιώνα της παγκοσμιοποίησης και της μετανεωτερικότητας, της μεταβιομηχανικής εποχής και της ψηφιακής πληροφορίας, να εγκαταλείψουμε την αυτάρεσκη εσωστρέφειά μας και να διαλεχθούμε δημιουργικά και τολμηρά με τον κόσμο, για να τον πείσουμε για την αξιοπιστία του μηνύματός μας. Δεν μας χρειάζονται τόσο οι θριαμβολογίες για το παρελθόν, όσο η αγωνιώδης προσπάθεια, να φέρουμε την Εκκλησία πιο κοντά στον κόσμο, στο λαό, στους νέους, πού βιώνουν πιο τραγικά το υπαρξιακό κενό, ζώντας σε μια κοινωνία εκκοσμικευμένη και μηδενιστική, χωρίς νόημα και περιεχόμενο. Αρκεί αυτό να γίνει με πιστότητα στην ευαγγελική αλήθεια και χωρίς την απάρνηση των αρχών της.

Η δυναμική της Ορθόδοξης παράδοσης, περνώντας μέσα απ΄ το δίαυλο της αγάπης, είναι ανανεωτική, γιατί "μένουσα εν αυτή τα πάντα καινίζει" και η ανακαινιστική της δύναμη με τον μυστηριακό, προφητικό και εσχατολογικό της χαρακτήρα ανοίγει τον άνθρωπο υπαρξιακά στο θαύμα της Ανάστασης και της Αναγέννησης. Οι Άγιοι Πατέρες ποτέ δεν φοβήθηκαν τον διάλογο με τον κόσμο έστω της πλάνης, της αμαρτίας και της αίρεσης. Αντίθετα πίστευαν μαζί με τον Άγιο Μάρκο επίσκοπο Εφέσου τον Ευγενικό, και πρόμαχο της πίστεως, ότι «ότε διίστανταί τινές αλλήλων και ου χωρούσι προς λόγους, δοκεί μείζων είναι και μεταξύ τούτων διαφορά. ΄Οτε δε λόγοις συνέλθωσι και εκάτερον μέλος νουνεχώς ακροάσηται τα παρ' ετέρου λεγόμενα, ευρίσκεται πολλάκις λίγη τούτων διαφορά».

Παράλληλα η Εκκλησία πρέπει καταδείξει όποιους  επιτήδειους προσπαθούν να γκρεμίσουν την οικογένεια, τη θρησκεία, την πατρίδα, τους νόμους, την παιδεία, την ιστορία, την ηθική, για να μην μπορούν να δουν οι νέοι ποια πράγματι είναι η ελευθερία, η αγάπη, η δικαιοσύνη, η ισότητα, η ειρήνη, η αλήθεια. Αυτοί θέλουν νεολαία χωρίς νου, κρίση, βούληση καί λειτουργία σκέψης. Αποχαυνωμένη, που θα κυνηγούν χίμαιρες, αναπτύσσοντας την αυτομηδένιση, τον θρίαμβο του τίποτα, υπόδουλους στη σκλαβιά που προκαλούν οι αδυναμίες του χαρακτήρα, τα πάθη. Χωρίς πνευματική καλλιέργεια, χωρίς παιδεία και μόρφωση, διάβασμα, καλή επίδοση σε ωφέλιμες ασχολίες, δημιουργικότητα, ευσυνειδησία, ανωτερότητα βίου, δυνατότητα απόρριψης καθετί τιποτένιου, ανάπτυξη προσωπικότητας καί υγιών συναισθημάτων.

Τους θέλουν πνευματικά αποπροσανατολισμένους, με υλιστικό τρόπο ζωής, σε μία κοινωνία αντιθέσεων, πληθώρας θεωριών, ιδεολογικού χάους και προκλητικότητας. Χωρίς πίστη στο Θεό, αλλά με πίστη σε τιποτένια, ανούσια, γελοία υποκατάστατα που υποκαθιστούν την αρετή του Χριστιανού με την ιδεολογία, την τύχη, την μαγεία, τον ελεύθερο έρωτα κλπ., επιλέγοντας την αθεΐα, ως έναν τρόπο ασύδοτης και ανέμελης ζωής και άτακτου βίου. Λατρεύοντας ξόανα, πιστεύοντας στις σούζες, τις κόντρες, στο σκότωμα του χρόνου, στη διασκέδαση της χαμοζωής. Αγνοώντας τον τρισχιλιετή πολιτιστικό, αρχαιολογικό καί ιστορικό πλούτο της δόξας καί του ηρωισμού της Ελλάδας, τις παραδόσεις, τα μνημεία, που καμία άλλη χώρα στον κόσμο δεν διαθέτει.

Οι νέοι σήμερα ζουν σε μία κοινωνία που διέρχεται κρίση, αν καί υπάρχει αφθονία σε όλα, χωρίς να καταλαβαίνουν, ότι αν αξιοποιήσουν τα χαρίσματα, τις ικανότητές τους καί αγωνιστούν σωστά, θα γίνουν ολοκληρωμένες προσωπικότητες, που τους έχει ανάγκη η κοινωνία μας. Χρειάζεται να συνειδητοποιήσουν όλοι, ότι άνθρωποι χωρίς ήθος, ιδανικά, στόχους, αρχές, πεποιθήσεις, σχέδια, καί επιδιώξεις δεν τους ανοίγονται δρόμοι, δεν γεμίζουν κενά, δεν προοδεύουν κοινωνίες.

Από το μακάβριο μέλλον, που προδιαγράφεται, για τους νέους, η επιλογή μιας άλλης συγκροτημένης και αληθινής πρότασης ζωής, δεν μπορεί να είναι χειρότερη. Στην εποχή της τεχνολογικής προόδου, είναι αδιανόητο και αρρωστημένο η προοπτική, για τους νέους, να είναι το πισωγύρισμα και η επιβίωση της σαπίλας στην κοινωνική ζωή. Αν αυτό δεν γίνει αντιληπτό, τότε οι χειρότερες μέρες θα έρθουν για όλους και αυτοί που το σκέφτονται ακόμα,  αν θα αντιδράσουν, ας σκεφτούν και το ότι ο σημερινός φόβος της εξαθλιωμένης επιβίωσης θα είναι ο τρόπος ζωής του μέλλοντος. Τα όποια προνόμια είναι στην κατοχή της ελίτ και το μοίρασμά τους, θα γίνει μόνον στους άθλιους υψηλόβαθμους τεχνοκρατικούς υποστηριχτές τους.

Τέλος,  να αντιληφθούν οι νέοι,  ότι ο  Χριστός τους χαρίζει την ωραιότητα μιας ολοκληρωμένης αφιέρωσης, αντί της στάχτης μιας μοιρασμένης καρδιάς. Δέστε τον νέο της σημερινής διήγησης του Ευαγγελιστή Ματθαίου (ιθ' 16-24), που ενώ επιθυμούσε, να ζήσει τη ζωή του Χριστού, εγκατέλειψε την προσπάθειά του, επειδή ὁ Χριστός του ζήτησε να αρνηθεί την ασφάλεια του πλούτου του. Νέοι και νέες φιλαχθείτε από τη στάχτη,  του να προσπαθείτε να ζείτε«χωλαίνοντας μεταξύ δύο φρονημάτων» (Γ’ Βασιλ. ιη' 21), του να θέλετε να συγκατοικήσουν στην καρδιά σας ο Χριστός και κάτι ἄλλο. Αξίζει και πρέπει να Του ανήκετε, να του ανήκουμε ολόψυχα και ολόκαρδα και τότε δεν θα αναρωτιόμαστε,  και δεν θα λέμε το, «σε τί υστερώ;»