ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ ΡΩΜΑΝΙΑ ΡΟΥΜΕΛΗ

Του π. Ιωάννη Ρωμανίδη

Εισαγωγή

 

Το 1951 όταν υπηρετούν δια πρώτην φοράν ως εφημέριος εις μικράν πόλιν της Αμερικής, εκλήθην τηλεφωνικώς να υπάγω εις το σπίτι ασθενούς δια να διαβάσω μίαν ευχήν. Κατά λάθος εκτύπησα την θύραν γειτονικού σπιτιού. Ενεφανίσθη κάποιος ο οποίος με επληροφόρησεν ελληνιστί οτι δεν είναι ο Παπαστεφάνου τον όποιον εζήτουν αλλά ο Παπακώστας. Του είπα ότι χαίρω πολύ δια την γνωριμίαν του και θα χαρώ πολύ να τον ιδώ εις την εκκλησίαν. Μου απήντησεν ότι δεν τον βλέπω εις την εκκλησίαν, διότι είναι κάτοικος Νέας Υόρκης και εκκλησιάζεται εις την εκεί ελληνικήν μητρόπολιν της Αγίας Τριάδος. Κατά την συζήτησίν μας ενεφανίσθη από μέσα ένας άλλος τον οποίον μου συνέστησεν ως αδελφόν του. Αλλά εγνώριζον τον αδελφόν του ως αρχηγόν των Αλβανών της πόλεως και ηρώτησα:

«Πώς είναι δυνατόν συ να είσαι Έλληνας και ο αδελφός σου Αλβανός;» Μου είπε: «Τέτοια έχομεν εις την Αλβανίαν».

Τότε, ως νεαρός και ανατραφείς εις την αλλοδαπήν, δεν ηδυνήθην να καταλάβω το φαινόμενον τούτο.

Ούτε όμως ήσαν εις θέσιν τα αδέλφια αυτά να εξηγήσουν το εθνικόν των πρόβλημα. Απλώς ήσαν δίγλωσσοι με ρωμαίικον όνομα. Αφού επεκράτησεν ως γνωμών της εθνικότητος των η γλώσσα, δεν εγνώριζον σαφώς εάν πρέπη να είναι εθνικώς Ελληνες ή Αλβανοί.

 

Το πρόβλημα όμως των δυο αδελφών τούτων δεν προέκυψεν αφ' εαυτού εις την Αλβανίαν, αλλ' εκαλλιεργήθη υπό των Ρώσων και των Ευρωπαίων από της εποχής των Φράγκων και δυστυχώς με την συνεργασίαν των εν Ελλάδι Νεοελλήνων.

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'

 

ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ

 

1) Τα εθνικά ονόματα.

 

Το εθνικόν πρόβλημα της Αλβανίας, Ρουμανίας και Ελλάδος, ως και της Κύπρου, της Μικράς Ασίας και του Λιβάνου είναι κατασκεύασμα τεχνητόν των παλαιών εχθρών της Ρωμαιοσύνης, τη αφελεί συμπράξει των Νεοελλήνων.

 

Πάντως, δια να τοποθέτηση κανείς το εν λόγω εθνικόν πρόβλημα των δυο Αρβανιτών αδελφών, πρέπει να ανατρέξη εις την ιστορικήν πραγματικότητα, ως διασώζεται εις τα συγγράμματα και εις τας παραδόσεις των προγόνων ημών και όχι εις τα σχολικά μας εγχειρίδια, τα οποία εγράφησαν υπό την έμπνευσιν της ευρωπαϊκής και ρωσικής αντιλήψεως περί της Ιστορίας του αρχαίου Ελληνισμού και της μεσαιωνικής_Ρωμαιοσύνης ή του σήμερον λεγομένου βυζαντινού πολιτισμού.

 

Πρώτον πρέπει να έχωμεν υπ' όψιν ότι ιστορικώς ουδέποτε διακρίνεται η λεγομένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από την Ρωμαϊκήν Αυτοκρατορίαν. Οι πρόγονοί μας εγνώριζον μόνον οτι ήσαν πολίται του κράτους με το όνομα Ρωμανία1[1] και ότι το κράτος αυτό εις τα χρόνια του μεγαλυτέρου ηγέτου της Ρωμαιοσύνης, του Μεγάλου Κωνσταντίνου, εξετείνετο εις ολόκληρον τον μεσόγειον χώρον, που σήμερον καλύπτει την Αγγλίαν, Πορτογαλίαν, Ισπανίαν, Γαλλίαν, Ελβετίαν, Ιταλίαν, Αυστρίαν, τα Βαλκάνια, όλην την βόρειον Αφρικήν, τον Λίβανον, την Συρίαν, την Τουρκίαν, και τας ρωσικάς παραλίας του Ευξείνου Πόντου.

 

Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Μέγας Αθανάσιος, ο κατ' εξοχήν πατήρ της υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου συγκληθείσης Α' Οικουμενικής Συνόδου (325), γράφει περί της Ρώμης ως μητροπόλεως της Ρωμανίας εις μίαν επίθεσίν του κατά των αιρετικών Αρειανών, οι όποιοι εραδιούργησαν την εκθρόνισιν του πάπα της Ρώμης Λιβερίου (352-366). «Ουδέ Λιβερίου του επισκόπου Ρώμης κατά την 4 αρχήν εφείσαντο, αλλά και μέχρι των εκεί την μανίαν εξέτειναν και ουχ ότι αποστολικός εστί θρόνος ηδέσθησαν, ούδ' ότι μητρόπολις η Ρώμη της Ρωμανίας εστίν ηυλαβήθησαν»2[2].

 

Η επιστημονική διάσπασις της ενιαίας ταύτης ιστορικής Ρωμανίας εις ρωμαϊκήν και βυζαντινήν αυτοκρατορίαν είναι κατασκεύασμα των Φράγκων κατακτητών της δυτικής εν Γαλλία, Ιταλία, Ελβετία και Αυστρία Ρωμαιοσύνης. Οι Φράγκοι πρώτοι απεκάλεσαν τους Ρωμαίους της Ανατολής μόνον Γραικούς, ακολουθούντες παλαιότερον παράδειγμα των Γότθων3[3].

 

Εις τον εν Κωνσταντινουπόλει βασιλέα των Ρωμαίων απέδωσαν οι Φράγκοι τον τίτλον «βασιλεύς των Γραικών» 4[4], και συγχρόνως ωνόμασαν τον Τευτονοφράγκον ηγεμόνα της Γερμανίας «βασιλέα των Ρωμαίων» 5[5], δια να αποσπάσουν την αφοσίωσιν των εν τη Δύσει κατακτηθέντων και υποδούλων Ρωμαίων από την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην και στρέψουν τα εθνικά αισθήματα των υποδούλων τούτων δυτικών Ρωμαίων προς τον εν Γερμανία ψευδώς καλούμενον «βασιλέα των Ρωμαίων». Συγχρόνως κατεδίκασαν ως αιρετικούς τους ονομασθέντας αποκλειστικώς πλέον «Γραικούς» ανατολικούς Ρωμαίους 6[6] και ούτως έθεσαν τα θεμέλια του μεσαιωνικού μίσους της εν τη Δύσει αφομοιωθείσης υπό της Φραγκιάς Ρωμαιοσύνης προς την ανατολικήν Ρωμαιοσύνην, το οποίον έκορυφώθη με την υπό των Φράγκων άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως και την επέκτασιν της Φραγκοκρατίας εις την Ανατολήν. Η Φραγκοκρατία δια την Ρωμαιοσύνην δεν ήρχισε με την εμφάνισιν των Φράγκων εις την Ανατολήν.

 

Φραγκοκρατία αρχίζει με την υπό των Φράγκων κατάκτησιν των αναφερθεισών δυτικών επαρχιών της Ρωμανίας.

Ούτως επεσπεύσθη η αφομοίωσις της εν τη Δύσει Ρωμαιοσύνης, η οποία με την πάροδον του χρόνου έμαθεν ότι εις την Ανατολήν, περί την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην, υπάρχουν όχι Ρωμαίοι αλλά «αιρετικοί Γραικοί» με «Γραικόν βασιλέα». Από τα μέσα του θ' αιώνος καθιερώθη μεταξύ των Φράγκων θεολόγων η παράδοσις να γράφουν έργα τιτλοφορούμενα «Κατά των πλανών των Γραικών»7[7].

 

Εν αντιθέσει προς τους Φράγκους κατακτητάς της δυτικής Ρωμαιοσύνης οι Άραβες και Τούρκοι κατακτηταί της ανατολικής Ρωμαιοσύνης απεκάλουν πάντοτε με σεβασμόν τους πολίτας της Ρωμανίας Ρούμ, δηλαδή Ρωμαίους ή Ρωμηούς. Δια τον λόγον αυτόν οι πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων ονομάζονται μέχρι σήμερον τουρκιστί και αραβιστί Ρούμ Πατρίκ, δηλαδή πατριάρχαι των Ρωμαίων. Οι δε Ορθόδοξοι ομογενείς εις την Κωνσταντινούπολιν λέγονται ελληνιστί Ρωμαίοι ή Ρωμηοί και τουρκιστί Ρούμ. Εις τα άλλα πρεσβυγενή πατριαρχεία ονομάζονται αραβιστί Ρούμ. Εις το Κοράνιον του Μωάμεθ υπάρχει ολόκληρον κεφάλαιον (30), όπου ο ιδρυτής του Ισλάμ γράφει περί της προσωρινής πτώσεως των Ρωμαίων εις τους Πέρσας εις Μέσην Ανατολήν και προφητεύει τον τελικον θρίαμβον αυτών, όπως και πράγματι έγινεν υπό τον Ηράκλειον μετ' ολίγα έτη8[8].

 

Είναι σαφές από το εν λόγω κεφάλαιον ότι ο Μωάμεθ είχε την εποχήν αυτήν την εντύπωσιν ότι εκήρυττε την ιδίαν πίστιν με τους Ρωμαίους της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης.

Επίσης πρέπει να σημειωθή ότι εις τας συροφώνους πηγάς ως και εις τας αιθιοπικάς του Μεσαίωνος, οι σήμερον κακώς λεγόμενοι Βυζαντινοί ελέγοντο πάντοτε Ρωμαίοι. Μάλιστα οι μετά το 1821 υπό των Νεοελλήνων ονομασθέντες «Έλληνες» Πατέρες λέγονται πάντοτε Ρωμαίοι Πατέρες, ακριβώς όπως

συνέβαινεν εις ημάς προ του 1821 9[9].

Εις την Μέσην Ανατολήν οι σήμερον εν Ελλάδι λεγόμενοι Ρωμαιοκαθολικοί λέγονται Λατίνοι και Φράγκοι ως συνέβαινεν ακριβώς εν Ελλάδι και Μικρά Ασία κατά την τουρκοκρατίαν, ως και κατά τα χρόνια της ελευθέρας Ρωμανίας. Ιστορικώς κατά τον μεσαίωνα Ρωμαίοι και Καθολικοί είναι μόνον οι υπαγόμενοι εις τα ρωμαϊκά πατριαρχεία Ορθόδοξοι με κέντρον την Κωνσταντινούπολιν. Οι Ευρωπαίοι κατακτηταί της δυτικής Ρωμαιοσύνης δεν είναι Ρωμαίοι. Είναι Φράγκοι, Λογγοβάρδοι, Βουργουνδοί, Σάξωνες, Νορμανδοί και Γότθοι, οίτινες αφωμοίωσαν συν τω χρόνω τους κατακτηθέντας Ρωμαίους μεταβάλλοντες αυτούς εις τους δουλοπάροικους του ευρωπαϊκού Φεουδαλισμού 10[10].

 

Λέγονται οι Ευρωπαίοι του μεσαίωνος Λατίνοι διότι υιοθέτησαν ως επίσημον γλώσσαν των την λατινικήν. Ρωμαίοι είναι μόνον οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί οι ηνωμένοι με την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην, με επίσημον γλώσσαν την ελληνικήν. Κατά την τουρκοκρατίαν οι Φράγκοι λέγονται υπό των ημετέρων όχι Καθολικοί αλλά Κατόλικοι 11[11].

 

Η διάκρισις αύτη μεταξύ Λατίνων και Ρωμαίων φαίνεται σαφώς από το εξής ερώτημα, το οποίον υπεβλήθη εις τον επίσκοπον Ιωάννην του Κίτρους της Μακεδονίας κατά τα τέλη του ιβ' αιώνος, «θάπτονται ορθόδοξοι Ρωμαίοι εν λατινικαίς εκκλησίαις βαλλόμενοι παρά τε Ρωμαίων και Λατίνων εν ταυτώ και Λατίνοι δε αποθνήσκοντες, ωσαύτως ψάλλονται ομού παρά Ρωμαίων και Λατίνων αδιακρίτως. Επιτίμιόν εστιν, ή ού;» 12[12].

 

Κατά τον ίδιον αιώνα, τον ιβ', ο πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών περί μικτού γάμου μεταξύ Ρωμαίων και Λατίνων γράφει τα εξής· «και σημείωσαι, ότι κατά τον παρόντα κανόνα, ως έοικεν, αναγκάζει το μέρος της εκκλησίας τους Λατίνους εξόμνυσθαι, θέλοντας γυναίκας λαβείν εκ της Ρωμανίας» 13[13].

 

Πρέπει να τονισθή ότι ιστορικώς και ως φαίνεται σαφώς από την ρωμαϊκήν νομοθεσίαν ουδέποτε εταυτίζοντο οι Ρωμαίοι με τους αρχαίους Λατίνους ή Ιταλούς, και όταν ακόμη η Πρεσβυτέρα Ρώμη ήτο η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, θα επανέλθωμεν εις το θέμα αυτό.  Η τουρκική απόδοσις του μεσαιωνικού κρατικού ονόματος Ρωμανία, το πραγματικόν όνομα του επιβλαβώς δια τα εθνικά συμφέροντα σήμερον λεγομένου βυζαντινού κράτους, είναι το όνομα Ρούμελη14[14].

 

Τα ιστορικά δικαιώματα της Ρωμαιοσύνης φαίνονται σαφώς από την χρήσιν του ονόματος τούτου υπό των Τούρκων. Προ της αλώσεως οι Τούρκοι ωνόμαζον Ρούμελην όλας τας ελευθέρας εκτάσεις της Μικράς Ασίας και Ευρώπης, αι οποίαι διοικούντο υπό του εν Κωνσταντινουπόλει Νέα Ρώμη βασιλέως των Ρωμαίων. Αλλά και μέχρι των αρχών του αιώνος τούτου οι Τούρκοι ωνόμαζον Ρούμελην ολόκληρον την Θράκην, ολόκληρον την Μακεδονίαν και ολόκληρον την Ήπειρον και γενικώς όλας τας εκτάσεις από του Βελιγραδίου μέχρι της Πελοποννήσου. Δηλαδή Ρούμελη ήτο το ευρωπαϊκόν μέρος της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Καθ' όλον το διάστημα τούτο οι Τούρκοι διετήρησαν και το όνομα Κωνσταντινούπολις. Παραδόξως, ενώ οι Τούρκοι διετήρησαν το γεωγραφικόν όνομα της αυτοκρατορίας μας, δηλαδή Ρούμελη, οι Νεοέλληνες το κατήργησαν και το αντικατέστησαν με το όνομα Ελλάς, δηλαδή με το όνομα μιας μικρας επαρχίας της μεγάλης Ρούμελης ή Ρωμανία.

 

Πάντως οι Σλαΰοι υπό την ηγεσίαν του ρωσικού Πανσλαυισμού έκαμον μέγαν αγώνα να σταματήσουν την χρήσιν του ονόματος Ρούμ ή Ρωμαίος μεταξύ των κατοίκων των εν λόγω επαρχιών, δια να αποδείξουν ότι το τουρκικόν όνομα Ρούμελη, το οποίον σημαίνει η χώρα των Ρωμαίων, δεν αντιστοιχεί προς την πραγματικήν σύνθεσιν του πληθυσμού της Θράκης, της Μακεδονίας και της Ηπείρου.

Εξαιρετικήν δραστηριότητα δια τον αφανισμόν του ονόματος Ρούμ ή Ρωμαίος επέδειξαν κυρίως οι Βούλγαροι15[15].

 

Παραδόξως όμως οι εξωτερικοί εχθροί της Ρωμαιοσύνης εύρον εν Ελλάδι ένα αφελή σύμμαχον, το δουλοπρεπές εις την Φραγκιάν νεογραικικόν πνεύμα. Τούτο ατυχώς εκυριάρχησεν από το 1821· εμφορούμενον δε από την τότε ευρωπαιοφραγκικήν και ρωσικήν παρερμηνείαν, προκατάληψη και περιφρόνησιν δια την μεσαιωνικήν Ρωμαιοσύνην και από αφοσίωσιν εις την ευρωπαϊκήν περί αρχαίων Ελλήνων αντίληψιν και δημιουργούν εις τους Ρωμηούς φανατισμον ενός τευτονικού τύπου ρατσισμού, με την σκέψιν ότι είναι απόγονοι μόνον των αρχαίων Ελλήνων, εκήρυττεν εις τους ελλαδικούς Ρωμηούς ότι δεν πρέπει να λέγωνται εις τα εξής Έλληνες και Ρωμαίοι, αλλά μόνον Έλληνες και Γραικοί 16[16].

 

Το αποτέλεσμα της γραμμής αυτής ήτο η διάσπασις της Ρωμαιοσύνης, η αφομοίωσις των εκτός Ελλάδος Ρωμαίων υπό του επικρατήσαντος πολιτικού και εθνικού περιβάλλοντος και ο αφανισμός της ρωμαίικης γλώσσης από την Αίγυπτον, τα Ιεροσόλυμα, τον Λίβανον, την Συρίαν, την Τουρκίαν, την Ρωσίαν, την Ρουμανίαν, την Βουλγαρίαν, την Σερβίαν και την Αλβανίαν, αφού οι Ρούμ ή Ρωμαίοι, ή Ρωμάνοι των περιοχών αυτών ολίγον κατ’ ολίγον συνήθισαν εις την ιδέαν ότι εν Ελλάδι υπάρχουν μόνον Γραικοί και όχι ομοεθνείς των Ρωμηοί, οίτινες ομιλούν γραικικά, και όχι ρωμαίικα.17[17].

 

Η ολοκλήρωσις της καταστροφής της εκτός της Ελλάδος Ρωμαιοσύνης επήλθε με την επικράτησιν του φραγκικής προελεύσεως ονόματος βυζαντινόν δια κάθε τι το ρωμαίικον18[18].

 

Οι εναπομείναντες Ρούμ και Ρωμάνοι ή Ρουμάνοι εις Μέσην Ανατολήν, Ρουμανίαν και Αλβανίαν δεν γνωρίζουν πλέον, ότι οι κακώς σήμερον λεγόμενοι Βυζαντινοί είναι το ίδιο πράγμα με τον εαυτόν των, δηλαδή ότι οι σήμερον λεγόμενοι Βυζαντινοί είναι ελληνιστί μεν Ρωμαίοι ή Ρωμηοί, λατινιστί δε Ρωμάνοι και αραβιστί και τουρκιστί Ρούμ με κυρίαν και επίσημον γλώσσαν τα Ρωμαίικα.

 

Ούτω το 1821 εσήμανε την αρχήν του τέλους του έργου του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Μεγάλου Κωνσταντίνου, όπερ και εισήλθε πλέον εις την φάσιν του ολοκληρωτικού σχεδόν αφανισμού του. Το νεογραικικόν πνεύμα, χωρίς ίσως να το καταλάβουν οι κατασκευασταί του, κατώρθωσε να καταφέρη κατά της Ρωμαιοσύνης και της επισήμου γλώσσης αυτής τα καίρια εκείνα πλήγματα, τα οποία η Φραγκιά και η Τουρκιά ούτε καν εφαντάσθησαν ότι είναι ποτέ δυνατόν να επιτευχθούν και μάλιστα τόσον ραγδαίως, εντός 150 μόνον ετών!

 

Η ρωμαίικη μούσα αναφερομένη εις την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης με πόνον τραγουδάει· «Οι Τουρκ'... εκούρσευαν τήμ Πόλ' τη Ρωμανίαν»18α, δηλαδή επήραν την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην. Οι γνήσιοι Έλληνες συγκλονίζονται κυριολεκτικώς από συγκίνησιν, όταν λέγουν ότι είναι Ρωμηοί, διότι Ρωμαίος σημαίνει πολίτης της Νέας Ρώμης, δηλαδή της Ρωμανίας ή της Ρούμελης ή της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως και «αυτοδικαίως Κωνσταντινουπολίτης.

 

Ακριβώς την ιδίαν σημασίαν έχουν ιστορικώς το λατινικόν Ρωμάνος και το αραβοτουρκικόν Ρούμ.  Καθ' όλον τον μεσαίωνα και κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας οι λατινιστί λεγόμενοι Ρουμάνοι και οι τουρκιστί και αραβιστι λεγόμενοι Ρούμ είχον πάντοτε μαζί με τους Αρβανίτας Ρωμαίους ελληνόφωνον ηγεσίαν πολιτικήν και εκκλησιαστικήν. Οι Ρουμάνοι, οι Αρβανίται και οι Ρούμ ήσαν ως επί το πλείστον δίγλωσσοι. Εκτός από τα βλάχικα, αρβανίτικα, αράβικα και τούρκικα είχον ως επίσημον γλώσσαν την ρωμαίικην. Τούτο ίσχυε κυρίως κατά την τουρκοκρατίαν και δια τους τότε ολίγους Σέρβους και Βουλγάρους, οι οποίοι είχον αποκτήσει ρωμαίικην συνείδησιν και ως επί το πλείστον διγλωσσίαν.

 

Πρέπει να έχωμεν υπ' όψιν ότι η αυτοκρατορία της Ρωμανίας, δηλαδή της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης, είχεν από της ιδρύσεως της δύο επισήμους γλώσσας, την λατινικήν καί την ελληνικήν. Είναι μεγάλης σημασίας το γεγονός ότι το ίδιον όνομα με ένα ιώτα, το «ρωμαϊκά», σημαίνει λατινικά και με δύο ιώτα, το «ρωμαίικα», σημαίνει ελληνικά, δηλούν ούτω τας δυο γλώσσας των Ρωμαίων19[19]. Πριν ακόμη μεταφερθή η πόλις της Ρώμης υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου, είχεν ήδη υποχωρήσει η ρωμαϊκή και επεκράτησεν ως πρώτη γλώσσα η ελληνική, όπως θά ίδωμεν. Συν τω χρόνω η ρωμαίικη επεκράτησεν ως η μόνη επίσημος γλώσσα της Ρωμανίας.

 

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εξέλιπον εν τη Ρωμανία οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι. Όχι μόνον δεν εξέλιπον, αλλά φαίνεται ότι κατά τους πρώτους αιώνας της υποδουλώσεως της εν τη Δύσει Ρωμαιοσύνης υπό των γερμανικών φυλών κατέφευγον πολλοί λατινόφωνοι Ρωμαίοι, δηλαδή οι ρωμαϊστί λεγόμενοι Ρωμάνοι, εις την ελευθέραν ανατολικήν Ρωμανίαν. Σημειωτέον ότι εις την βλαχικήν γλώσσαν των λατινοφώνων Ρωμαίων τούτων διασώζεται η λατινική γραμματική20[20] και έχει ως εκ τούτου το δικαίωμα να λέγεται νεολατινική ή νεορρωμαϊκή, ενώ τα ιταλικά, γαλλικά και ισπανικά, αν και λατινογενείς γλώσσαι, δεν είναι λατινικά, διότι δεν διασώζουν την λατινικήν γραμματικήν, αφού εις αυτά επεκράτησε το γερμανικόν στοιχείον των κατακτητών. Τα αρβανίτικα είναι κατά τα 50% ρωμαϊκά και νεορρωμαϊκά, 25% - 30% ρωμαίικα (ελληνικά), και τα υπόλοιπα σλαυικά και τούρκικα.

 

Η γλώσσα των Αρβανιτών δεικνύει ότι οι Αρβανίται ως επί το πλείστον είναι απόγονοι λατινοφώνων και ελληνοφώνων Ρωμαίων21[21]. Την μεγαλυτέραν συγγένειαν εκ των λατινογενών γλωσσών με τα βλάχικα την έχουν, ως φαίνεται τα πορτογαλικά.

 

Πάντως εκείνο πού μας ενδιαφέρει είναι ότι η επίσημος γλώσσα των Αρβανιτών και των Ρουμάνων καθ' όλον τον μεσαίωνα και την τουρκοκρατίαν ήτο η ρωμαίικη, διότι απλούστατα η ελληνική γλώσσα από του ζ' αιώνος έγινεν η μόνη επίσημος γλώσσα της Ρωμανίας, χωρίς τούτο να σημαίνη ότι ανεπτύχθη άρνησις δια την δευτέραν ιστορικήν γλώσσαν της Ρωμαιοσύνης.

 

Οι Ρουμάνοι γνωρίζουν σήμερον ότι είναι Ρωμαίοι, και ότι το κρατικόν των όνομα κατά την παράδοσίν των είναι Ρωμανία, αλλά δεν γνωρίζουν ότι η λεγομένη βυζαντινή αυτοκρατορία είναι ακριβώς το ίδιον πράγμα με το κρατικόν των όνομα, το οποίον διετήρησαν εις την εθνικήν των μνήμην. Επίσης δεν

γνωρίζουν ότι οι υπό των Ευρωπαίων και Σλαύων λεγόμενοι Γραικοί είναι και αυτοί Ρωμαίοι και ότι τα ελληνικά λέγονται και ρωμαίικα22[22].

 

Ούτως επανερχόμενα εις τα δύο αδέλφια από την Αλβανίαν, με τα οποία ήρχισα το κεφάλαιον τούτο. Πώς συμβαίνει δυο Αρδανίται αδελφοί με ελληνικόν όνομα να λέγεται ο ένας Αλβανός και ο άλλος Έλλην; Η απάντησις φαίνεται απλή. Εάν τα παλαιά χρόνια ερωτούσε κανείς ένα χριστιανόν Αρβανίτην

ή Βλάχον, πού ήξευρε μόνον αρβανίτικα ή βλάχικα, τι είναι, θα απεκρίνετο αμέσως: Ρωμαίος. Ακριβώς ούτω θα απεκρίνετο και ο δίγλωσσος Αρβανίτης ή Βλάχος πού εγνώριζε και τα ρωμαίικα.

 

Αλλ' όμως επαύσαμεν να ερωτώμεν εάν είναι Ρωμαίος ή Ρωμηός και ηρχίσαμεν από της ιδρύσεως του ελληνικού κράτους να ερωτώμεν εάν είναι Έλλην, όνομα το οποίον οι εκτός του ελλαδικού θέματος Ρωμαίοι ή Ρωμηοί σχεδόν ουδέποτε εχρησιμοποιούσαν. Όταν δε εξησθένησεν η παράδοσις να λέγεται ρωμαίικη η επίσημος γλώσσα των Ρωμαίων και αντ' αυτού επεκράτησε να λέγεται γραικική ή ελληνική μόνον, τότε και μόνον τότε οι Αρβανίται, Βλάχοι και οι αραβόφωνοι Ρωμαίοι έπαυσαν να συγκινούνται

εθνικώς με την επίσημον γλώσσαν των Ρωμαίων προγόνων των και επεδόθησαν, υπό την κηδεμονίαν των Ευρωπαίων και Ρώσων, εις το να στραφούν εναντίον της ρωμαίικης γλώσσης και υπέρ της τοπικής των διαλέκτου μόνον.

 

Τούτο μάλιστα επετεύχθη με την ρωσικήν και ευρωπαϊκήν προπαγάνδαν, καθ' ήν οι λεγόμενοι Βυζαντινοί ή Γραικοί κατεδυνάστευον τους Ρουμάνους, τους Αρβανίτας, και τους αραβόφωνους Ρούμ και ευρίσκοντο ανάμεσα των ως αποικιοκράται23[23].

Την στιγμήν αυτήν κινδυνεύει από την προπαγάνδαν αυτήν το Πατριαρχείον Ιεροσολύμων με τα τόσα προσκυνήματα του, τα οποία ευρίσκονται από της εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου εις την κατοχήν της Ρωμαιοσύνης. Εις την πραγματικότητα επρόκειτο πάντοτε περί μιας ενιαίας και ηνωμένης Ρωμαιοσύνης, με επίσημον γλώσσαν ενότητος τα ρωμαίικα. Ήτο πάντοτε φυσικόν η ηγεσία Ρωμαίων επί Ρωμαίων να εξασκήται μέσω της επισήμου ρωμαίικης γλώσσης. Ουδόλως επρόκειτο περί καταδυναστεύσεως Γραικών η Ελλήνων επί Ρωμαίων, δηλαδή επί Αρβανιτών, Ρουμάνων, και Ρούμ.

 

Αδίστακτοι τίνες ψευδοεπιστήμονες προπαγανδισταί ξένοι δεν εντρέπονται να ισχυρίζωνται ακόμη ότι η Ελλάς και οι Έλληνες ήσαν υπόδουλοι εις τους Βυζαντινούς και ότι η αρχή της απελευθερώσεως των Ελλήνων υπήρξεν η πτώσις της Κωνσταντινουπόλεως εις τους Τούρκους24[24]. Τα τοιαύτα ηκούσθησαν εν Ελλάδι από ξένον ραδιοφωνικόν σταθμόν προ δύο ετών εις ελληνικήν εκπομπήν όχι από το ΠΑΡΑΠΕΤΑΣΜΑ άλλα από «φίλην» χώραν του ΝΑΤΟ.

Παραπομπαί:

 

2[2] Ιστορία Αρειανών προς Μοναχούς, Ε', 35.

 

3[3] Το ότι ήδη οι Γότθοι προ των Φράγκων είχον την εν προκειμένω προπαγανδιστικήν γραμμήν διασπάσεως της ενότητος της δυτικής και ανατολικής Ρωμαιοσύνης φαίνεται σαφώς από τα λεχθέντα του εκπροσώπου του ηγεμόνος των Γότθων προς τους εν Ρώμη υπό τον Βελισσάριον πολιορκουμένους υπό των Γότθων Ρωμαίους το 537 - 538 τα εκφράζοντα το παράπονον ότι προτιμούν οι Ρωμαίοι να είναι υπό την κυριαρχίαν των «Γραικών» παρά των Γότθων.

Ίδε J. Β. Bury, History of The Later Roman Empire, New York, τόμ. 2, σελ. 183.

 

4[4] To Imperator Graecorum ως τίτλος αποδιδόμενος υπό των Φράγκων αντί του Imperator Romanorum εις τον εν Κωνσταντινουπόλει Νέα Ρώμη βασιλέα των Ρωμαίων εμφανίζεται ως φαίνεται το πρώτον κατά τα μέσα του θ' αιώνος εις τα Χρονικά του Hincmar Αρχιεπισκόπου Ρείμων (805-882), MGH, Ss, I,475. Επίσης εμφανίζεται δύο φοράς εις τας επιστολάς του Πάπα Νικολάου Α' (858-867) προς τον βασιλέα των Ρωμαίων Μιχαήλ Γ' (842-867). RPR, Ι, 2690, 2682, 2796: Mansi, XV, 162, 168, 191. Μάλιστα οργισθείς ο Νικόλαος Α' από την περιφρόνησιν του βασιλέως Μιχαήλ Γ' δια την λατινικήν γλώσσαν ερωτά διατί αποκαλείται βασιλεύς των Ρωμαίων. MGH, Ep. VI, 454. Εδώ φαίνεται ως ήδη εμφανισθείσα πλέον η μετέπειτα επικρατήσασα εις την Ευρώπην ιδέα ότι το λατινικόν είναι το μόνον γνησίως ταυτόν με το ρωμαϊκόν. Παρά ταύτα εις άλλας τέσσαρας επιστολάς ο Νικόλαος Α' προσφωνεί τον Μιχαήλ με το σύνηθες Imperator. Mansi, XV, 170, 178, 186, 216. Δεν προσφωνεί όμως ποτέ ο Νικόλαος Α' τον Φράγκον βασιλέα ως Imperator Romanorum, αλλά μόνον ως Imperator. Εκτός των δύο ως άνω περιπτώσεων του Νικολάου Α', αι οποίαι πιθανόν να μη είναι και γνήσιαι, όλοι οι Ρωμαίοι πάπαι χρησιμοποιούν μόνον

το Imperator καί δια τον Ρωμαίον και δια τον Φράγκον βασιλέα. Εν αντιθέσει προς τους Ρωμαίους πάπας μέχρι το 10Ο9, ήρχισαν μεν οι Φράγκοι, ως

είδομεν, να χρησιμοποιούν από τα μέσα του θ' αιώνος το Imperator Graecorum δια τον πραγματικόν βασιλέα των Ρωμαίων, από δε του 962 χρησιμοποιούν

πλέον τον τίτλον αυτόν, δηλαδή Graecorum, επισήμως και κατά τρόπον συστηματικόν. Εμφανίζεται π.χ. εις επιστολήν του Όθωνος Α' προς τον βασιλέα των

Ρωμαίων Βασίλειον Β' τον Βουλγαροκτόνον (963-1025) προσκαμισθείσαν υπό του Λογγοβάρδου επισκόπου Κρεμόνας Λιουτπράνδου.

Ίδε S. Runciman, The Place of Byzantinum in the Medieval World, CMH, IV, μέρος II, 355. Μετέπειτα επεκράτησε να χρησιμοποιήται υπό των Φράγκων ο τίτλος Imperator Constantinopolitanus ως ο ευγενικός και το Graecus, Graecorum, και ακόμη το Rex Graecorum ως οι προσβλητικοί τίτλοι. Αυτόθι. Είναι αξιοσημείωτον ότι ο βασιλεύς των Ρωμαίων Βασίλειος Α' ο Μακεδών έστειλεν εις τον Ρωμαίον πάπαν Νικόλαον Α' Επιστολήν το 867 με την προσφώνησιν.Basilius Fidelis Imperator Romanorum, Nicolao Sanctissimo Papae Romano, & Spirituali quoque Patri nostro. Mansi, XV, 819. Το 867 απεβίωσεν ο Νικόλαος Α' και συνεχίζει την αλληλογραφίαν με τον ίδιον βασιλέα ο πάπας Αδριανός με προσφώνησιν μόνον το Imperator. Το ίδιον επικρατεί, ως είδομεν, εις την αλληλογραφίαν όλων των κατά το έθνος Ρωμαίων πάπων. Φαίνεται σαφώς ότι οι Ρωμαίοι υπεχρεώθησαν από τους Φράγκους κατακτητάς των να μη χρησιμοποιούν το «Ρωμαίων» δια τον εν Κωνσταντινουπόλει βασιλέα, αλλά ούτε όμως εδέχθησαν να το χρησιμοποιούν δια τον Φράγκον βασιλέα, αφού δεν τον ανεγνώριζον ως βασιλέα των Ρωμαίων.

5[5] Η επίσημος ανάληψις του τίτλου «βασιλεύς των Ρωμαίων» ή το τότε αντίστοιχον «Imperator Romanorum» δεν εγένετο υπό του Καρλομάγνου, ως

πιστεύεται υπό πολλών. Ούτος εθεώρει τον εαυτόν του όχι βασιλέα των Ρωμαίων αλλά βασιλέα κυβερνώντα τους Ρωμαίους ως φαίνεται από τα Capitularia αυτού τα οποία είναι και τα επίσημα έγγραφα της βασιλείας του. Ουδαμού χρησιμοποιεί εις αυτά τον τίτλον Imperator Romanorum. Παρά ταύτα όμως προ της στέψεώς του χρησιμοποιεί τον υπό του πάπα δοθέντα εις αυτόν τίτλον Patricius Romanorum και ουδέποτε έπαυσε να χρησιμοποιή τα Rex Francorum και Rex Longobardorum. Ίδε Mansi, XVIIB, Baluzius I, 271 - 272, 2