ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

2011-06-05 19:38

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ  ΠΑΤΕΡΩΝ


 

Την εβδόμη από του Πάσχα Κυριακή εορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας την μνήμη των Αγίων 318 θεοφόρων Πατέρων της Α΄ εν Νικαίᾳ Οικουμενικής Συνόδου. Ἡ μεγάλη αυτή Σύνοδος συνεκλήθη, ὡς γνωστόν, από τον πρῶτο χριστιανό αυτοκράτορα, τον Κωνσταντίνο, στην Νίκαια της Βιθυνίας τον Μάϊο του έτους 325, όπου κατεδίκασε την αίρεση του Αρείου και ανακήρυξε τον Χριστό Θεό, ομοούσιο προς τον Πατέρα.

Με την μνήμη εξ άλλου των Πατέρων της εν Νικαίᾳ Συνόδου τονίζεται ἡ πιστότης της Ἐκκλησίας στην αληθινή και ορθή διδασκαλία, όπως την παρέλαβε από τον  Αναστάντα Κύριο Ιησού Χριστό, δια των Αγίων Αποστόλων και Μαθητών Του.

Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες οι πιστοί δεν προβληματίστηκαν καθόλου για ζητήματα, όπως αυτό. Δεν υπήρξε σημείο προβληματισμού, σημείο αμφισβήτησης.  Δεν υπήρχε δηλαδή, στην πρώτη χριστιανική εποχή, στοιχείο ή σημείο αμφιβολίας, για το πρόσωπο του Χριστού και παράλληλα σημεία  και ζητήματα, όπου με φιλοσοφικό και στοχαστικό τρόπο προσπαθούσαν οι πιστοί να διεισδύσουν μέσα στο μυστήριο της θεολογίας.

Η πρώτη αίρεση, που προκάλεσε σεισμό στην εκκλησία και τη χώρισε σε δύο στρατόπεδα ήταν ο Αρειανισμός. Κατά τον Άρειο, Αλεξανδρινό θεολόγο, ο Χριστός δεν ήταν Θεός, όπως ο Πατήρ, αλλά το πρώτο και το πιο τέλειο κτίσμα του Θεού. Ο Αρειανισμός διαδόθηκε πάρα πολύ στην Αίγυπτο και σε όλη την ανατολή και απέκτησε πολλούς οπαδούς. Για την ιδεολογική αντιμετώπιση της αίρεσης αυτής συγκλήθηκε η πρώτη οικουμενική σύνοδος (325 μ. Χ.) στη Νίκαια, που κατοχύρωσε και διατύπωσε σαφώς το ορθό ορθόδοξο δόγμα περί Αγίας Τριάδας.

Το βασικό θέμα στη Σύνοδο της Νίκαιας ήταν το πρόσωπο του Ιησού Χριστού σε σχέση με τη Θεότητα. Τα κύρια ερωτήματα ήταν, εάν είναι ο Ιησούς πραγματικός Θεός και εάν είναι ο Πατέρας και ο Υιός ομοούσιοι. Αν και ο μονταλισμός ήταν ένας παράγοντας, η σύνοδος δεν ήταν αυστηρά μια αντιπαράθεση μεταξύ μονταλισμού (μιας μορφής μονοθεϊσμού) και τριαδικών. Όπως έχει αποδειχτεί ιστορικά, ήταν περισσότερο ένας διάλογος, ως προς το πώς θα προσδιοριστεί το δεύτερο πρόσωπο της Τριάδας. Κάποιοι από τους συμμετέχοντες είχαν βασικά μονταλιστικές ή μονοθεϊστικές αντιλήψεις.

Η διδασκαλία του Άρειου, ωστόσο, ήταν καταλυτική για τη διαμάχη. Ουσιαστικά, πήρε την ακραία θέση του υποβιβασμού του Χριστού σε απλό κτίσμα, όπως διδασκόταν από τους Έλληνες Απολογητές συγγραφείς του 2ου & 3ου αιώνα, που υπερασπίστηκαν το Χριστιανισμό και από τους πρώτους τριαδικούς του τρίτου αιώνα, οι οποίοι υποστήριζαν ότι ο Ιησούς ήταν ένα δεύτερο θείο πρόσωπο, υποδεέστερο του Πατέρα. Για να το στηρίξουν, οι Αρειανιστές, επικαλέστηκαν τον αρχαίο τριαδικό συγγραφέα Ωριγένη.

Με τις αρειανικές έριδες έγινε σαφές, ότι ο Ωριγενισμός και η κοσμολογική προσέγγιση της αλήθειας έπρεπε να υποβληθούν σε ριζική αναθεώρηση. Αυτό ήταν δυνατό μόνο με μια αναίρεση της διδασκαλίας περί του Λόγου και ακριβώς στο σημείο αυτό είχε μεταφέρει την αφετηρία του ο Αρειανισμός. Η διδασκαλία περί του Λόγου συνέδραμε στο διάλογο για το υπέρτατο ον, η δοξασία των Ελλήνων.

Για ένα μικρό διάστημα η Εκκλησία βρέθηκε στην κατάσταση της αναποφασιστικότητας, ήρθε όμως η απάντηση του μεγάλου αλεξανδρινού θεολόγου, του αγίου Αθανασίου. Η θεολογική απάντησή του, ήταν η βάση της απόφασης της Νίκαιας γιατί περιείχε  τη σημαντική προϋπόθεση, ότι η διδασκαλία περί Λόγου μπορεί να διατηρηθεί μόνο, εάν ο Λόγος ταυτιστεί με τον Υιό στην Τριάδα . Αυτή η θέση του Μ. Αθανασίου, η οποία αποδείχτηκε αποφασιστικής σημασίας στην αντιπαράθεση της Εκκλησίας με τον αρειανισμό, προέκυψε άμεσα από την οντολογία της κοινότητας, προετοιμασμένη μέσω της παράδοσης της ευχαριστιακής θεολογίας από τον Άγιο Ιγνάτιο, μέσω του Αγίου Ειρηναίου μέχρι τον Άγιο Αθανάσιο. Το ότι ο Μ. Αθανάσιος ανήκει θεολογικά, μάλλον σ’ αυτό το ρεύμα, παρά στην κατηχητική παράδοση της Αλεξάνδρειας, αποδεικνύεται ξεκάθαρα, αν εξετάσει κανείς όλες του τις θεολογικές θέσεις.

Ο Μ. Αθανάσιος στον αγώνα του κατά του Αρειανισμού ανέπτυξε μια οντολογία προβαίνων στη σαφή διαφοροποίηση μεταξύ ουσίας, την οποία θεωρεί ως το έσχατο, καθώς και της θέλησης . Μια τέτοια διάκριση ήταν απαραίτητη για να καταδείξει, ότι το είναι του Υιού στην σχέση του με τον Θεό δεν είναι  ομοειδές με το είναι του κόσμου. Το είναι του Υιού ανήκει στην ουσία του Θεού, ενώ το είναι του κόσμου στην θέληση του Θεού. Με αυτή τη διάκριση είναι και θέλησης, κατόρθωσε ο Μ. Αθανάσιος, να διαρρήξει την κλειστή στον εαυτό της οντολογία των Ελλήνων, στην οποία Θεός και ο κόσμος συνδέονταν μεταξύ τους μέσω μιας οντολογικής συγγένειας, αποφεύγοντας το σκεπτικό του  Ιουστίνου και του Ωριγένη, χωρίς να  απορρίψει  την οντολογική σκέψη τους, αντιθέτως την ανύψωσε σε τόσο υψηλό επίπεδο, που απετέλεσε την ιδιαιτερότητά του. «Υπεραναβέβηκε δε της βουλήσεως το πεφυκέναι», γράφει ο π Γεώργιος Φλορόφσκι. Το είναι, δεν είναι πια το ίδιο με την θέληση και κατά συνέπεια, ούτε με την πράξη. Το είναι του Θεού παρέμεινε οριστικά ελεύθερο έναντι του κόσμου, έτσι ώστε, η ελληνική σκέψη μπορούσε να το κατανοήσει ως είναι, χωρίς όμως συγχρόνως να το συνδέει προς τον κόσμο μέσω μιας οντολογικής αναγκαιότητας.

Συνδέοντας ο Μ. Αθανάσιος το είναι του Υιού με την ουσία του ίδιου του Θεού, άλλαξε την έννοια της ίδιας της ουσίας. Σ’ αυτό το σημείο απομακρύνθηκε από την κοσμολογική αφετηρία της σκέψης του Αυγουστίνου και του Ωριγένη και αναφέρεται στην ευχαριστιακή αφετηρία του Ιγνατίου και του Ειρηναίου.

Ένα δεύτερο πρόβλημα, το οποίο τέθηκε μέσω της οντολογικής αφετηρίας του Μ. Αθανασίου, αφορά την ύπαρξη του ίδιου του Θεού. Η οντολογία του Μ. Αθανασίου στηρίζεται στον ισχυρισμό, ότι μεταξύ Θεού και κόσμου υπάρχει μια διαφορετικότητα, εξ’ αιτίας του γεγονότος, ότι η ύπαρξη του κόσμου θεμελιώνεται στην θέληση κι όχι στην ουσία του Θεού. Ο Μ. Αθανάσιος αποδεικνύει, ότι η οντολογική διαφορετικότητα προκύπτει αναπόφευκτα από τη διαφοροποίηση θέλησης και φύσης και ότι, ουσία και υπόστασις, σημαίνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα.

Ο αείμνηστος Καθηγητής Ιωάννης Καλογήρου, αναφερόμενος στον Μ. Αθανάσιο γράφει: «... ο Μέγας Αθανάσιος καταρρίπτει τη διδασκαλία του Αρείου, ακριβώς για τις αντιθρησκευτικές συνέπειες στις οποίες αυτή οδηγεί. Κατά τον Άρειο ο Λόγος ήταν τρόπον τινά κατά το ήμισυ Θεός, που προήλθε εν χρόνω, συνεπώς δεν είναι προαιώνιος. Αλλά, έτσι τίθεται υπό αμφισβήτηση και η θεότητα του Πατρός‡ δεν υπήρξε προαιωνίως Πατήρ, δεν έφερε μέσα Του προαιωνίως Λόγον, Φως και Σοφίαν‡επήλθε και σε Αυτόν μεταβολή και αλλοίωση, όταν έγινε Πατήρ του Λόγου, που δεν ήταν προαιώνιος. Με άλλες λέξεις η Αγία Τριάς παρουσιάζεται να εξαρτάται από τον χρόνο, όταν απορρίπτεται, όπως από τον Άρειο, το Άναρχον του δευτέρου προσώπου της με το [δόγμα] εκείνου: "υπήρξε κάποτε στιγμή, όταν δεν υπήρχε [ο Λόγος]". Μαζί με αυτά διέφθειρε ο Άρειος, σύμφωνα με τη διδασκαλία που ανέπτυξε ο Μ. Αθανάσιος, τη χριστιανική αλήθεια περί σωτηρίας, κατά την οποία η πλήρης και πραγματική θεότης του Ιησού Χριστού αποκαλύπτεται ακριβώς στις σωτηριώδεις ενέργειές Του. Ο Χριστιανισμός με κανένα τρόπο δεν ανέχεται την ιδέα περί «δευτέρου Θεού», περί κάποιου δευτερεύοντος Θεού. Ο -σύμφωνα με τον Άρειο - μεταγενέστερος εκείνος Λόγος, δεν είναι σε θέση να μας δώσει, ούτε την ορθή περί Θεού γνώση, ούτε άφεση αμαρτιών και αθανασία. Το βάπτισμα που γίνεται στο όνομά Του δεν έχει καμία αξία, αφού γίνεται στο όνομα κτίσματος. Είναι δε και αδύνατη  ή ανάρμοστη η επίκλησή Του, δια της προσευχής και η απόδοση λατρείας  σε Αυτόν, σε ένα, έστω και το πρώτο, από τα κτίσματα, διότι τούτο είναι ειδωλολατρία. Αλλά και ως συνδετικός κρίκος μεταξύ Θεού και κόσμου είναι άχρηστος ο - σύμφωνα με τον Άρειο κτιστός - Λόγος. Τον κόσμο ημπορούσε να δημιουργήσει ο Θεός αναλαμβάνοντας το έργο Του απ' ευθείας. Αλλιώς, και ο ίδιος ο κτισθείς Λόγος θα είχε ανάγκη ενός όντος για να μεσολαβήσει για τη δημιουργία του»

Με την επιρροή,λοιπόν, του Μ. Αθανάσιου, η Σύνοδος της Νίκαιας απέρριψε τον Αρειανισμό το 325. Διακήρυξε ότι ο Πατέρας και ο Υιός είναι ομοούσιοι.  Το 381, η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως ακολούθησε τη διδασκαλία του Αθανάσιου και των τριών θεολόγων της Καππαδοκίας. Αποσαφήνισε τη θέση του Αγίου Πνεύματος και τοποθέτησε και τα τρία πρόσωπα σε ίση θέση. Το Σύμβολο της Νίκαιας που χρησιμοποιείται πλέον από την Ορθόδοξη Εκκλησία, σήμερα, αντικατοπτρίζει τη θεολογία, που καθιερώθηκε στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως.

Βασισμένο εν μέρη στη θεολογία του Αυγουστίνου, το Σύμβολο πίστεως του Μ. Αθανάσιου, το οποίο παρουσιάστηκε μεταξύ του πέμπτου και όγδοου αιώνα, οριστικοποίησε τη μορφή του δόγματος, που προέκυψε από τη Νίκαια και την Κωνσταντινούπολη. Δηλώνει και αποδέχεται την ισότητα, την  αιωνιότητα και την ομοουσιότητα των τριών προσώπων.

Πέρασαν πάνω από διακόσια χρόνια από την πρώτη διδασκαλία της πολλαπλότητας των δύο προσώπων της Θεότητας, αφού άρχισε περίπου το 150μ. Χ.  και ολοκληρώθηκε το 381, με την  πλήρη αποδοχή του δόγματος της Τριάδας. Περίπου εκατό χρόνια πέρασαν από τη σύσταση του τριαδισμού (περίπου το 200), μέχρι τη στιγμή που επεκράτησε (περίπου  το 300), και σχεδόν άλλος ένας αιώνας μέχρι να πάρει την οριστική του μορφή και να γίνει επίσημα αποδεκτό (το 381). Ακόμα, ένας πλέον αιώνας πέρασε μέχρι να σταματήσουν όλες οι σημαντικές πολιτικές απειλές που υπήρχαν, με τον προσηλυτισμό των νικηφόρων βαρβάρων από τον Αρειανισμό στον τριαδισμό (496).

Ας έχουμε πάντοτε υπ’ όψιν μας, ότι οι αιρέσεις που αλλοιώνουν την περί της Αγίας Τριάδος, του Χριστού  και της θείας Χάριτος διδασκαλία της  Εκκλησίας, επιφέρουν σημαντικές αλλαγές και στη ζωή των πιστών της, διαμορφώνοντας αλλοιωμένη και στρεβλή σωτηριολογία και πνευματικότητα, λόγος δια τον οποίον τα μέλη της Εκκλησίας, δεν μπορούν να σωθούν. Οι αιρέσεις θα πολεμούν πάντοτε την Εκκλησία, με μεγαλύτερη ένταση, ιδιαίτερα κατά το τέλος των χρόνων. Πάντοτε, λοιπόν, πρέπει να ενθυμούμαστε τον ορισμό του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, που λέγει ότι, «όποιος δεν πιστεύει, όπως πιστεύει η Παράδοση της Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας  είναι άπιστος».