ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ΛΟΥΚΑ

2011-11-12 14:37

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ΛΟΥΚΑ

Λουκ. ι΄ 25-37

Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου

«Πορεύου και συ ποίει ομοίως»

Στην παρούσα παραβολή του «Καλού Σαμαρείτη», ο Κύριος διδάσκει, δια της μαιευτικής μεθόδου, τον επερωτώντα νέο και κατ’ επέκταση όλους μας, την ανάγκη τελέσεως του καθήκοντος προς τον κάθε συνάνθρωπό μας, τον οποίο ονομάζει «πλησίον» και ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη πράξη και αρετή από αυτό, διότι κάνοντας κανείς το καθήκον του, στον συνάνθρωπό του, ωφελούνται αμφότεροι. Ο μεν, ωφελείται εσωτερικά και ψυχικά, ενώ ο δε, ωφελείται υλικά και σωματικά. Το βαθύτερο νόημα της παραβολής του «Καλού Σαμαρείτη» είναι, ότι ο Κύριος προβάλλει τον εαυτόν Του. Όπως, δηλαδή Εκείνος, επέδειξε και έπραξε, στον απόλυτο βαθμό τον καθήκον Του, απέναντι στον «πεπτωκότα» και πληγωμένο από την αμαρτία άνθρωπο, έτσι και εμείς, που ακολουθούμε τη διδασκαλία Του, πρέπει να κάνουμε το καθήκον μας δηλαδή να θυσιάζουμε τη ζωή μας, για τους άλλους και για τα ιδανικά και τις αξίες.

Όντως, το καθήκον είναι πανανθρώπινη αξία και το περιεχόμενό του πηγάζει από τις διαπροσωπικές κοινωνικές σχέσεις. Η κοινωνία διέπεται από μια καθολική συνείδηση, φορέας της οποίας είναι κάθε άνθρωπος, που αποτελεί μέλος της. Η φυσική και ιστορική κοινωνικότητα της ζωής δημιουργεί ένα κοινό βιοτικό υπόβαθρο μέσα στο οποίο κινούνται και εκδηλώνονται οι διάφορες ενέργειες και πράξεις, που υπερβαίνουν και εκφράζουν το προσωπικό κοινωνικό σκέπτεσθαι, αισθάνεσθαι και βούλεσθαι σε ήθος, το οποίο είναι αναγκαίο συστατικό της κοινωνίας, ως αποτέλεσμα των φυσικών και ιστορικών βιοτικών σχέσεών της και πραγματώνει τη μεταλλαγή του εγωισμού σε αλτρουισμό, για μεγαλύτερη ευτυχία, τόσο του κοινωνικού συνόλου, όσο και του κάθε προσώπου. Ο άνθρωπος πλάστηκε, για να ζει σε κοινωνία και επικοινωνία με τον συνάνθρωπο, με τον «πλησίον» του και συνεπώς φέρει, a priori, το καθήκον απέναντι στους όμοιούς του. Η θυσιαστική του πορεία στη ζωή εκδηλώνεται, ως ηθική. Συνεπώς ο άνθρωπος οφείλει, να θυσιάζει το «ΕΓΩ», για να επαυξάνει το «ΕΣΥ» και το «ΕΜΕΙΣ», διότι ζει μέσα στην κοινωνία και είναι σε κάθε περίπτωση οφειλέτης της. Η επιτέλεση του καθήκοντος είναι η αποδοχή του χρέους, ως αντάλλαγμα. Η αναγνώριση του χρέους κάθε ανθρώπου, έναντι των συνανθρώπων του, διασφαλίζει το καθήκον και προσφέρει συγχρόνως ελευθερία στην ανθρώπινη ύπαρξη, προσωπική ανδρεία, υψηλή αίσθηση ευθύνης, φροντίδα και αγάπη στον συνάνθρωπο, σηματοδοτώντας την υπέρβαση της θυσίας, ώστε να αποκτά νόημα και σκοπό η συμβίωση με τους άλλους στην κοινωνία και στα κοινωνικά δρώμενα.

Αυτά ακριβώς τα στοιχεία περιγράφει ο Χριστός στο πρόσωπο του καλού Σαμαρείτη, ο οποίος διά της προσφοράς του, έπραξε στο ακέραιο το καθήκον του στο συνάνθρωπό του και απέδειξε   τρανώς την μέγιστη αγάπη του, προς τον πάσχοντα, μη αδιαφορώντας και μη περιοριζόμενος σε λόγους συμπάθειας. Δεν πέρασε αδιαφορώντας, όπως έπραξαν οι προηγούμενοι, αλλά «προσελθών κατέδησε τα τραύματα αυτού επιχέων έλαιον και οίνον», κάνοντας έτσι να λειτουργήσει η αρετή της αγάπης προς τον πλησίον, σε όλο της το μέγεθος, καθώς και το καθήκον της ανθρωπιάς στον συνάνθρωπό του και στην κοινωνία γενικότερα. Μια ανθρωπιά, η οποία στην εποχή μας δεν είναι το αυτονόητο, ως μέγιστη σχέση μεταξύ των ανθρώπων και ως συνεκτικός σύνδεσμος του ανθρώπου με την ανθρωπότητα, παρά το γεγονός, ότι ο άνθρωπος ανήκει σε αυτή τη δομική λειτουργία και δεν μπορεί να παραμείνει άνθρωπος, αν δεν υπάρχει αυτή η σχέση με την κοινωνία.

Σήμερα, εξ αιτίας της κοινωνικοποίησης και της παγκοσμιοποίησης, κατά μείζονα λόγο, οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται, ούτε την ύπαρξη της ανθρωπότητας, ούτε την ανάγκη της ανθρωπιάς. Όλα λειτουργούν σε ένα σύστημα, που μαζικοποιεί τους ανθρώπους και συνεπώς δεν υπάρχει καμία ουσιαστική αλληλεπίδραση, ούτε συνανθρωπιά, με αποτέλεσμα να μη δημιουργούνται ανθρώπινες διαπροσωπικές σχέσεις. Έτσι, μέσα σε αυτό το πλαίσιο δεν αναπτύσσεται η ανθρωπιά, γιατί κανείς δεν τη θεωρεί χρήσιμη, δημιουργώντας βαθύτατη υποβάθμιση των αξιών της ζωής.

Ο σύγχρονος πολιτισμός μας, τρωμένος από σκληρές και ανάλγητες υλιστικές και εγκόσμιες δυνάμεις, έχει στερηθεί το πνευματικό φορτίο, με αποτέλεσμα να υποστεί βαθιά κρίση. Αυτή η κρίση δεν είναι ένα απλό εποχιακό σύμπτωμα. Είναι ασθένεια που προέρχεται μέσα από τις πνευματικές του ρίζες, η οποία σημάδεψε τη δομή και την ουσία, που τον απογύμνωσε από αρχές και αξίες. Επομένως η κρίση οφείλεται στο ραγδαίο υποβιβασμό και ατονία της πνευματικής υπόστασης. Αποτέλεσμα αυτής της κοσμογονίας, μέσα στον κορμό του πολιτισμού μας, είναι να κτυπηθεί και ο δημιουργός του, δηλαδή, ο άνθρωπος, που του ευτελίζει την ψυχοπνευματική του υπόσταση, του αφαιρεί κάθε ένδυμα κοινωνικότητας και ανθρωπιάς, τον απογυμνώνει από ό, τι πραγματικά μεγάλο, ωραίο και υψηλό και τον οδηγεί σε πνευματική πτώχευση, που του γεννά την αποξένωση και την απελπισία, ζώντας την προσωπική του μοναξιά. Αυτή ακριβώς η τυραννική αίσθηση της μοναξιάς, που διαιρεί ψυχές και διχάζει συνειδήσεις, ενεργεί καταλυτικά στην ψυχοσωματική υπόσταση του ανθρώπου, ως μια τραγική πραγματικότητα μέσα στην ταραγμένη ανθρώπινη ζωή. Η μοναξιά καταπνίγει τις ψυχές όλων μας, αφανίζει τους διαύλους κοινωνίας και επικοινωνίας μας, και μας ωθεί στη μελαγχολία.

Διότι η μοναξιά είναι η βαθύτερη υπαρξιακή αίσθηση της μόνωσης και του εγκλεισμού, δημιουργώντας στεγανά μεταξύ των συνανθρώπων, τους οποίους απομονώνει σε μια ηθική και πνευματική φυλακή, η οποία τροφοδοτείται αδιάκοπα από τη συνείδηση, προκαλώντας ρήγματα στις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων, τους οποίους υποχρεώνει, να αναδιπλώνονται μέσα στο δικό τους γίγνεσθαι. Γίνονται, δηλαδή, υπήκοοι του ατομισμού τους, καταργώντας κάθε σχέση κοινωνικότητας, εξαλείφοντας τη λυτρωτική έκφραση αυτής της κοινωνικότητας, που είναι η αγάπη.

Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε, για να γίνει κοινωνός και μεθεκτός του προσωπικού τρόπου της ζωής του Θεού, ώστε να γίνει μέτοχος της ελευθερίας και της αγάπης, που είναι η όντως ζωή. Μιας αγάπης, ως μία αδιάκοπη «κένωση» προσφοράς και θυσίας προς τους άλλους, ως μια έμπρακτη και σταθερή άρνηση της μοναξιάς. Η μοναξιά, ως εσωτερικό ψυχοπνευματικό γεγονός είναι μέγεθος ποιοτικό. Η παρουσία της στην ανθρώπινη ζωή «μαρτυρεί» την πνευματική ατονία και την ψυχική αδυναμία, καθώς και τη διαταραχή του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου, αφού η μοναξιά μηδενίζει την κοινωνικότητά του και, αρνείται τη συντροφικότητα, υψώνοντας υψηλό και δυσθεώρητο τείχος μόνωσης και απομόνωσης από το συνάνθρωπο. Σήμερα οι περισσότερες ανθρώπινες υπάρξεις βιώνουν, με τον πιο έντονο τρόπο αυτή την εσωτερική τραγωδία. Μια τραγωδία η οποία καθημερινά  πλήττει ψυχές και ροκανίζει συνειδήσεις. Η έλλειψη του συνανθρώπου, η απουσία του, είναι μια θλιβερή αλήθεια.

Ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος, για να απαλλαγούν οι άνθρωποι από τη μοναξιά τους, κυρίως για μας τους κληρικούς, είναι να τους πλησιάσουμε και να τους προσφέρουμε ανθρωπιά, φροντίδα και αγάπη. Να τους πείσουμε, ότι τους νοιαζόμαστε ειλικρινά, ότι υποφέρουμε και μείς μαζί τους, να τους ξαναδώσουμε τη ζωοποιό πίστη και να τους τονώσουμε την ελπίδα για τη ζωή. Αυτή είναι η καλύτερη, ίσως και η μοναδική μέθοδος, που μπορούμε να εφαρμώσουμε, ώστε να νοιώσουν ότι είμαστε τέκνα του ίδιου Θεού και ότι έχουν δικαίωμα για μια ήρεμη και ήσυχη ζωή, μέσα στο φιλόξενο «πανδοχείο» του «Καλού Σαμαρίτη».

Η σπανιότητα της ανθρωπιάς ερμηνεύεται, ως μια περιθωριακή κατάσταση και έχει αξία μόνο για εκείνους, που και αυτοί είναι σπάνιοι. Είναι η προσωπική πραγμάτωση της ενεργητικής έννοιας της ανθρωπιάς, με στοιχεία υπερβατικού αλτρουισμού και αγάπης. Αυτά τα στοιχεία μας τα δίδαξε ο Χριστός σε πολλές περιπτώσεις, όπως στην προκείμενη  παραβολή του «καλού Σαμαρείτη», που ακολουθεί. Ας τα λάβουμε σοβαρά υπόψη μας και ας αρχίσουμε να τα εφαρμόζουμε, γιατί το κακό έχει παραγίνει και μας οδηγεί στον όλεθρο.

ΚΕΙΜΕΝΟ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Λουκ. 10,25 Κα δο νομικός τις νέστη κπειράζων ατν κα λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζων αώνιον κληρονομήσω;

Λουκ. 10,25              Και ιδού, κάποιος νομοδιδάσκαλος σηκώθηκε και με σκοπό να πειράξει τον Χριστό και να του αποδείξει, ότι δεν γνωρίζει τον νόμο του είπε· «διδάσκαλε, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;»

Λουκ. 10,26         δ επε πρς ατόν· ν τ νόμ τί γέγραπται; πς ναγινώσκεις;

Λουκ. 10,26              Ο Κύριος δε του είπε· «στον νόμο τι είναι γραμμένο; Πως αντιλαμβάνεσαι αυτό που διαβάζεις στον νόμο;»

Λουκ. 10,27         δ ποκριθες επεν· γαπήσεις Κύριον τν Θεόν σου ξ λης τς καρδίας σου κα ξ λης τς ψυχς σου κα ξ λης τς σχύος σου κα ξ λης τς διανοίας σου, κα τν πλησίον σου ς σεαυτόν·

Λουκ. 10,27              Ο νομικός δε αποκριθείς είπε· «στον νόμο είναι γραμμένο, να αγαπάς τον Θεό σου με όλη σου την καρδιά και με όλη σου την ψυχήν και με όλη σου την δύναμη και με όλο σου τον νουν. Να αγαπάς δε και τον πλησίον σου, όπως τον εαυτό σου».

Λουκ. 10,28         επε δ ατ· ρθς πεκρίθης· τοτο ποίει κα ζήσ.

Λουκ. 10,28              Είπε δε προς αυτόν ο Κύριος· «πολύ ορθά απήντησες·  έτσι να κάνεις και θα κληρονομήσεις την αιώνια ζωή».

Λουκ. 10,29         δ θέλων δικαιον αυτν επε πρς τν ησον· κα τίς στί μου πλησίον;

Λουκ. 10,29              Ντροπιασμένος ο νομικός θέλησε να δικαιολογηθεί και είπε προς τον Ιησού· «και ποιος είναι ο πλησίον μου, που πρέπει να αγαπώ σαν τον εαυτό μου;»

Λουκ. 10,30         πολαβν δ ησος επεν· νθρωπός τις κατέβαινεν π ερουσαλμ ες εριχώ, κα λστας περιέπεσεν· ο κα κδύσαντες ατν κα πληγς πιθέντες πλθον φέντες μιθαν τυγχάνοντα.

Λουκ. 10,30              Έλαβε δε ο Ιησούς, εξ αφορμής αυτής της ερωτήσεως, πάλιν τον λόγον και είπε: «Ένας άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ εις την Ιεριχώ και έπεσε σε ληστές, οι οποίοι, αφού του πήραν τα χρήματα, τον γύμνωσαν, τον πλήγωσαν και έφυγαν, αφήσαντες αυτόν μισοπεθαμένο.

Λουκ. 10,31         κατ συγκυρίαν δ ερεύς τις κατέβαινεν ν τ δ κείν, κα δν ατν ντιπαρλθεν.

Λουκ. 10,31               Κατά σύμπτωση ένας ιερεύς κατέβαινε το δρόμο εκείνον και, μολονότι είδε τον τραυματία, τον προσπέρασε, χωρίς να του δώσει

καμμία βοήθεια.

Λουκ. 10,32         μοίως δ κα Λευΐτης γενόμενος κατ τν τόπον, λθν κα δν ντιπαρλθε.

Λουκ. 10,32              Το ίδιο και κάποιος Λευίτης, όταν έφθασε στο μέρος εκείνο, πλησίασε τον πληγωμένο, τον είδε, αλλά τον προσπέρασε ασυγκίνητος.

Λουκ. 10,33         Σαμαρείτης δέ τις δεύων λθε κατ᾿ ατόν, κα δν ατν σπλαγχνίσθη,

Λουκ. 10,33              Ένας όμως Σαμαρείτης, ο όποιος περνούσε από τον δρόμο εκείνο, ήλθε στο μέρος, που βρισκόταν μισοπεθαμένος ο τραυματίας, τον είδε και τον σπλαχνίσθηκε.

Λουκ. 10,34         κα προσελθν κατέδησε τ τραύματα ατο πιχέων λαιον κα ονον, πιβιβάσας δ ατν π τ διον κτνος γαγεν ατν ες πανδοχεον κα πεμελήθη ατο·

Λουκ. 10,34              Πλησίασε κοντά του, έδεσε με προσοχή τα τραύματά του, αφού προηγουμένως τα έπλυνε και τα άλειψε μα λάδι και κρασί, τον ανέβασε στο ζώο του, τον πήγε σε ένα πανδοχείο και τον περιποιήθηκε ο ίδιος.

Λουκ. 10,35         κα π τν αριον ξελθών, κβαλν δύο δηνάρια δωκε τ πανδοχε κα επεν ατ· πιμελήθητι ατο, κα ,τι ν προσδαπανήσς, γ ν τ πανέρχεσθαί με ποδώσω σοι.

Λουκ. 10,35              Την άλλην ημέρα βγήκε από το δωμάτιο του τραυματία,  έβγαλε δύο δηνάρια, τα έδωσε στον ξενοδόχο και του είπε: Περιποιήσου τον, και ό,τι ξοδέψεις παραπάνω, εγώ, όταν επιστρέψω, θα σου το πληρώσω.

Λουκ. 10,36         τίς ον τούτων τν τριν πλησίον δοκε σοι γεγονέναι το μπεσόντος ες τος λστάς;

Λουκ. 10,36              Ποίος, λοιπόν, ρώτησε ο Κύριος τον νομικό νομίζεις, ότι φάνηκε, ως πραγματικός πλησίον στον άνθρωπο αυτόν, που είχε πέσει στους ληστές;

 

Λουκ. 10,37         δ επεν· ποιήσας τ λεος μετ᾿ ατο. επεν ον ατ ησος· πορεύου κα σ ποίει μοίως.

 

Λουκ. 10,37              Εκείνος δε είπε: «αυτός που έκαμε την πράξη ευσπλαχνίας και αγάπης προς εκείνον». Είπε λοιπόν εις αυτόν ο Ιησούς: «πήγαινε και συ και κάνε  το ίδιο με αυτόν.