ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ

2011-10-22 09:40

 

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

«Κήρυγμα είναι ο λόγος, προφορικός ή γραπτός, που απευθύνεται στον κοινό νου σχετικά με ένα θρησκευτικό ζήτημα, που συνήθως βασίζεται στην Αγία Γραφή και στα Πατερικά κείμενα και αναπτύσσεται με τρόπο που θα μπορούσε, αφ’ ενός να καθοδηγήσει και να διδάξει, καθώς και  να πείσει τον ακροατή».

Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αναφερόμενος στο κήρυγμα ισχυρίζεται ότι  η διάθεση για ακρόαση του θείου λόγου είναι απόδειξη της υγείας της ψυχής και το παρομοιάζει με την όρεξη για τροφή του υγιούς σώματος. Ο πνευματικά υγιής διψάει για λόγο Θεού. Έχει μια ακόρεστη δίψα. Αυτό σημαίνει ότι η αντίθετη κατάσταση είναι απόδειξη πνευματικής ασθένειας.

Πράγματι, το κήρυγμα για την Εκκλησία παραμένει και στις μέρες μας ένα από τα σημαντικότερα μέσα ποιμαντικής καθοδήγησης του λαού του Θεού. Κι’ αυτό λόγω του ότι συνδέεται με την ατμόσφαιρα του Ιερού Ναού και τη μυσταγωγικότητα της των Ιερών ακολουθιών και δη του Ιερού Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, που επιφέρουν τη νήψη της ψυχής και της διάνοιας των  πνευματικά ολοκληρωμένων πιστών, ενώ η αντίθετη διάθεση είναι απόδειξη πνευματικής ένδειας και  ασθένειας και συνήθως ασκούν αυστηρή κριτική του κηρύγματος, ιδιαίτερα για το θεολογικό κήρυγμα, ότι δήθεν ο λαός δεν κατανοεί θεολογικά κηρύγματα, λόγω του ότι τα κηρύγματα αυτά απαιτούν θεολογική παιδεία, γνώση μιας εξειδικευμένης ορολογίας και δεν έχουν άμεση σχέση με την καθημερινή ζωή του απλού πιστού, καθώς επίσης ότι δεν υπάρχουν στο λαό προσλαμβάνουσες παραστάσεις, που να καθιστούν προσιτά τα νοήματα αυτών των κηρυγμάτων.

Πράγματι, το κήρυγμα πρέπει να αναφέρεται στα ποικίλα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνική ζωή των πιστών, σε όλους τους χώρους της ζωής και της δράσεώς τους, όπως η προσωπική, η οικογενειακή, η επαγγελματική, η κοινωνική κ.ά.  αυτό που πρέπει ο κήρυκας του Θείου Λόγου να σταθμίσει είναι να μη παρασυρθεί σε ηθικισμούς και στείρους διδακτισμούς. Διότι, δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι ο λόγος του κήρυκα της Εκκλησίας πρέπει να είναι από την φύση του θεολογικός, γιατί είναι έκφραση της εμπειρίας που αποκτούν τα μέλη της Εκκλησίας στη σχέση και στην κοινωνία τους με τον Θεό. Σκοπός του κηρύγματος δεν είναι να επιλύσει τα επίγεια προβλήματα του κόσμου, αλλά να καθοδηγήσει το λαό της Εκκλησίας στη μεγάλη έξοδό του από τη φθορά και τη θνητότητα, τις οποίες κραταιώνουν τα πάθη της καθημερινότητας. Έτσι, κινείται μέσα στην καθημερινότητα του κόσμου, αλλά δεν εγκλωβίζεται σ’ αυτή, οδηγώντας το λαό στη Βασιλεία του Θεού.

Είναι γεγονός ότι υπάρχει στον κόσμο πολύς πόνος σωματικός  και ψυχικός. Ο λαός του Θεού πονάει, εξόχως τούτη την δύσκολη περίοδο, που βιώνει πολιτικά και οικονομικά. Γι’ σήμερα αυτό που αναμένει και προσδοκά από την Εκκλησία είναι ένα λόγο παρακλήσεως, παρηγοριάς, ο οποίος να τον ενθαρρύνει και να του ανακαινίσει τις ψυχικές του δυνάμεις. Η απελπισία που υπάρχει στον κόσμο γίνεται καταστροφική, όταν δεν μπορεί να βρει κανείς νόημα στις θλίψεις και τις ταλαιπωρίες της ζωής. Γι’ αυτό είναι σημαντική η διδασκαλία της Εκκλησίας για τη δημιουργία του ανθρώπου, τη ζωή του στον Παράδεισο, την πτώση του, την αμαύρωση του «κατ’ εικόνα», την ανακαίνισή του από τον Χριστό, την ύπαρξη της Εκκλησίας, ως Σώματος Χριστού, τον τρόπο της ζωής που εμπνέει το Άγιο Πνεύμα, το οποίο δίνει αισιοδοξία και προοπτική στη ζωή και ανακουφίζει τον πόνο μεταποιώντας τον, από αιτία θανάτου της ψυχής σε υλικό ασκήσεως, η οποία «υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα» και η ελπίδα αυτή δεν απογοητεύει. Η παρηγοριά δηλαδή της Εκκλησίας είναι η θεολογία της, είναι ο λόγος που μιλά για το ότι ο «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» και «ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών υπέρ ημών απέθανε», αφήνοντάς μας τον εαυτό του υπόδειγμα για να «επακολουθήσουμε τοις ίχνεσιν αυτού», ώστε να γίνουμε, όταν «φανερωθή, όμοιοι αυτώ», γιατί θα τον δούμε «καθώς εστί».

Ο δεινός ρήτορας της Εκκλησίας μας, ο ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι το κήρυγμα πρέπει να προσφέρει και να μεταποιεί με λεκτικά σχήματα στις καρδιές των ανθρώπων, απτή τη σχέση και τη συνάφειά  τους με το πρόσωπο του Χριστού.

Αυτό που συνιστά την Εκκλησία, λέγει, είναι η σχέση και η συνάφεια με το πρόσωπο του Χριστού. Γι' αυτό και κατεξοχήν ονομάζεται εκκλησία και όχι συνάθροιση ομοπίστων, αλλά μόνο εκείνη η σύναξη που γίνεται για την «κλάση του άρτου», την Ευχαριστία. Η Ευχαριστία είναι το μοναδικό γεγονός της πραγματικής προσωπικής αλληλοπεριχώρησης του ανθρώπου και του Θεού. Είναι η αληθινή μέθεξη του Χριστού στην προσωπική εκστατική επαναφορά του πλάσματός του.

Όμως, μάλλον έχουμε πολλοί εξ’ ημών, ξεχάσει την ουσιαστική λειτουργία μας ως Σώματος Χριστού, έχουμε αποσυνδεθεί από την ευχαριστιακή μας αναφορά και έχουμε επικεντρωθεί σε κοινωνικά οράματα, πολιτισμικές αξίες και ευρωσυνταγματικές συνταγές, με αποτέλεσμα  ο Λόγος της Εκκλησίας να  μεταποιείται σε «ξύλινο λόγο» της πολιτικής και της κοινωνιολογικής οριζόντιας και επίπεδης θεώρησης, ώστε «Τούτω τας εκκλησίας ανέτρεψεν , ότι και υμείς ου ζητείτε λόγον ακούσαι κατανυκτικόν , αλλά τέρψαι δυνάμενον και τω ψόφω και τη συνθέσει των ρημάτων…», διακηρύσσει ο ιερός Χρυσόστομος.

Συνεπώς θα λέγαμε ότι ο λόγος του κηρύγματος, ως λόγος του Θεού σημαίνει  ότι, «εμεγάλυνας τον λόγον σου υπέρ παν το όνομα σου», ότι δηλαδή, ο Θεός έχει μεγαλύνει τον Λόγο Του ακόμα και πάνω από το ίδιο Του το όνομα. Γενικότερα ο Λόγος του Θεού είναι για όλους μας αλήθεια, τροφή για την ζωή μας και πηγή ευφροσύνης. Ο λόγος του Θεού οδηγεί και καθοδηγεί, προφυλάσσει και διαφυλάσσει, ενισχύει και ενδυναμώνει, παρηγορεί και διδάσκει. Γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται σε όλους, να είναι κήρυκες, σύμφωνα  με τους ιεροὺς κανόνες. Γι’ αυτό χρειάζεται η Επισκοπική άδεια.

Όμως είναι αναγκαίος ο λόγος και απαραίτητη η διδασκαλία από ικανούς και καταρτισμένους και ταυτόχρονα φωτισμένους κληρικούς, από τον Χριστό, όπως φώτισε δια της παραγγελίας του και τους μαθητές Του και Εκείνοι παρέδωσαν στους διαδόχους των, που μας παρέδωσαν συγγράμματα τόσο οι Απόστολοι, όσο και οι άγιοι Πατέρες. Έτσι, το κήρυγμα, ως έργο του Κυρίου αναδείχθηκε, ως η κυριότερη διακονία και πράξη των Μαθητών και Αποστόλων, καθώς επίσης και των Πατέρων. Το κήρυγμα το αποκαλεί ὁ Χριστός, (βλ. Ιωάν. 15,15) έργο του Πατρός και το ονομάζει, Θείο σπόρο (Λουκ.8,11) εξηγώντας ότι γι’ αυτόν τον σκοπό ήλθε, για να σπείρει δηλ. τον λόγο (Λουκ.8,5). Αλλά και ο Απ. Παύλος λέγει ότι τα έργο του κηρύγματος είναι ανώτερο από όλα τα άλλα έργα και διακηρύσσει (Λουκ.8,5), ότι «μου επιβάλλεται ως ανάγκη» και «αλλοίμονο, αν δεν ευαγγελίζομαι». ( (Α΄ Κορ. 9,16).

Συνεπώς  το κήρυγμα είναι αυτό που ετοιμάζει τον κόσμο να συναντηθεί και να συμβιώσει με τον Θεό. Αυτή η «συμβίωση» δεν έχει σχέση με δυσνόητες έννοιες, αλλά με την απλότητα της καρδιάς. Το κήρυγμα και μάλιστα το  θεολογικό είναι αυτό που βοηθά τον άνθρωπο να επιθυμήσει και να βιώσει την απλότητα και την καθαρότητα της καρδιάς, για να μπορεί να ζει με την αδιάλειπτη μνήμη του Θεού και ας εννοήσουμε πάντες, ότι το κήρυγμα είναι έργο της Εκκλησίας, και ας συμμετάσχουμε όλοι μας κατά το χάρισμα, που έχει ο καθένας μας χωριστά στην πραγμάτωσή του.