Η παιδαγωγική μέθοδος του Χριστού στην ευαγγελική περικοπή της Δ΄ Κυριακής των Νηστειών

2011-04-03 20:01

 

 

Ομιλία εις την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών

Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά

Η ευαγγελική περικοπή της Δ΄ Κυριακής των Νηστειών περι­γράφει την παιδαγωγική μέθοδο του Χριστού προς τον σκοπό, να φέρει εις την πίστη τον πατέρα του δαιμοναζομένου και κωφαλάλου νέου. Η θεραπεία έπρεπε να εξασφαλισθεί δια της πίστεως. Το δαιμόνιον τούτο είναι το της ακολασίας και για την εκδίωξή του απαιτείται προσευχή και νηστεία. Με τη νηστεία χαλινώνεται το σώμα, ενώ με την προσευχή κατευνάζον­ται οι λογισμοί της ψυχής, που ερεθίζουν το πάθος. Τα πάθη δε, είναι τα δαιμόνια, τα οποία πρέπει να εκβάλουμε.

Πολλές φορές μίλησα στην αγάπη σας περί νηστείας και προσευχής, ιδιαιτέρως μάλιστα αυτές τις ιερές ημέρες. Εναπέθεσα ακόμη στις φιλόθεες ακοές και ψυχές σας ποια δώρα προσφέρουν στους εραστές των και πόσων αγαθών πρόξενοι γίνονται σ' αυτούς που τις ασκούν, πράγμα που επιβεβαιώνεται γι' αυτές κυρίως από την φωνή του Κυρίου, μέσα από την περικοπή, που αναγιγνώσκεται σήμερα, από το ευαγγέλιο.
Ποια δε είναι αυτά τα δώρα; Είναι μεγάλα, τα μεγαλύτερα όλων θα λέγαμε, διότι εκτός από τα άλλα μπορούν να παράσχουν και εξουσία κατά πονηρών πνευμάτων, ώστε να τα εκβάλλουν και να τα απελαύνουν, και τους δαιμονισμένους να τους ελευθερώσουν από την επήρειά τους. Όταν πραγματικά οι μαθητές είπαν προς τον Κύριο περί του αλάλου και κωφού δαιμονίου, ότι «εμείς δεν μπορέσαμε να το εκβάλουμε», είπε προς αυτούς ο Κύριος· «τούτο το γένος(των δαιμόνων) δεν εκδιώκεται, παρά με προσευχή και νηστεία».

Ίσως γι' αυτό, μετά την προσευχή επάνω στο όρος και την κατ' αυτήν εμφάνιση, της θεϊκής αυγής, κατέβηκε αμέσως και ήλθε στον τόπο, όπου ευρισκόταν ο κατεχόμενος από τον δαίμονα νέος. Λέγει δηλαδή ότι, αφού παρέλαβε τους εγκρίτους μαθητές, ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθεί και έλαμψε όπως ο ήλιος, και ιδού εφάνηκαν να συνομιλούν με αυτόν ο Μωυσής και ο Ηλίας, οι άνδρες που περισσότερο από κάθε άλλον άσκησαν την προσευχή και τη νηστεία, δεικνύοντας και δια της παρουσίας των στην προσευχή, την συμφωνία και την εναρμόνιση μεταξύ προσευχής και νηστείας, ώστε η νηστεία να συμβάλει στην προσευχή ομιλώντας με τον Κύριο. Μετά λοιπόν την προσευχή και την κατά θείο τρόπο λάμψη, ο Κύριος κατέβηκε από το όρος και έρχεται προς τον όχλο και τους μαθητές, στους οποίους είχαν ήδη προσάγει τον κατειλημμένο νέο από το δαιμόνιο. Στο όρος έδειξε, ότι βραβείο της νηστείας και της προσευχής ήταν , όχι μόνο μεγάλο, αλλά και πάνω από το μεγάλο. Πραγματικά έδειξε ότι η θεία λαμπρότης υπήρξε άθλος και θα φανερώσει, ότι το έπαθλο της νηστείας και της προσευχής, είναι η ισχύς, ακόμη, και κατά των δαιμόνων.

Αλλά, επειδή κατά την παρούσα Δ΄ Κυριακή των Νηστειών είναι καθορισμένο να αναγιγνώσκεται στην εκκλησία η διήγηση περί του θαύματος τούτου, ας εξετάσουμε από την αρχή όλη την ευαγγελική περικοπή που το περιγράφει. Μόλις λοιπόν ήλθε ο Ιησούς προς τους μαθητές και τους παρευρισκομένους με αυτούς και ερώτησε, τι συζητείτε, κάποιος από το πλήθος είπε· «διδάσκαλε, έφερα σε σένα τον υιό μου, διότι έχει πνεύμα άλαλο και όπου τον καταλάβει, τον συγκλονίζει και αυτός αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και ξηραίνεται».

Πώς λοιπόν άφριζε αυτός κι' έτριζε τα δόντια κι' ξηραινόταν; Του δαιμονισμένου πάσχουν πρώτα και πάνω από όλα, τα μόρια του εγκεφάλου, διότι ο δαίμων χρησιμοποιεί, ως όχημα το ψυχικό πνεύμα. που βρίσκεται σε αυτόν και από αυτό, σαν ακρόπολη, καταδυναστεύει όλο το σώμα. Όταν δε πάσχει ο εγκέφαλος, αφήνεται από εκεί μια ροή προς τα νεύρα και τους μυς του σώματος αφρώδης και φλεγματώδης, που φράσσει τις διεξόδους του ψυχικού πνεύματος και από αυτό προκαλείται κλονισμός και ρήξη και ακούσια κίνηση σε όλα τα αυτόβουλα μόρια, κυρίως δε στις γνάθους, που πλησιάζουν περισσότερο στο μόριο που έπαθε πρώτο. Καθώς το υγρό ρέει περισσότερο προς το στόμα λόγω της χωρητικότητας των πόρων και της εγγύτητας προς τον εγκέφαλο, επειδή εξ αιτίας της άτακτης κινήσεως των οργάνων η αναπνοή δεν μπορεί να εκπνευστεί αθρόα, διότι ανακατεύεται με το πλήθος του υγρού, που δημιουργείται στους πάσχοντας, ως αφρός. Έτσι ο δαίμονας εκείνος άφριζε και έτριζε τα δόντια, που προσέκρουαν μεταξύ τους δυνατά κι έσφιγγαν με μανία. Ξηραινόταν δε, ύστερα από σφοδρότερη επήρεια του δαιμονίου, όπως οι ατμοί που κινούνται από την θερμότητα της ηλιακής ακτίνας. Αν δε αυτή η αντίδραση, είναι σφοδρότερη, τότε στεγνώνει τελείως η υγρότητα, που προέρχεται από τα σπλάγχνα, με την επήρεια του δαίμονος και αν αυτή ξανά, επανέλθει έτι σφοδρότερη, σε λίγο δαπανάται και η έμφυτη υγρασία της σάρκας και ο δαιμονισμένος καταξηραίνεται.
Ο πατέρας του δαιμονισμένου προσέθεσε προς τον Κύριο, ότι είπε στους μαθητές, να το εκβάλουν και δεν κατόρθωσαν. Ο δε Κύριος, αποτεινόμενος ,όχι προς αυτόν, αλλά και προς όλους, λέγει, «ω γενεά άπιστη, έως πότε θα είμαι με σας, έως πότε θα σας ανεχθώ;». Μου φαίνεται ότι οι παρόντες τότε Ιουδαίοι, λαμβάνοντας αφορμή από το ότι δεν μπόρεσαν να εκβάλουν τον δαίμονα οι μαθητές, θα τους διέβαλαν, διότι και όταν ετελούντο θαύματα, δεν απέφευγαν τις συκοφαντίες (βλασφημίες). Γνωρίζοντας λοιπόν ο Κύριος τους γογγυσμούς και τους ονειδισμούς τούτων, τους εξελέγχει και τους καταισχύνει, όχι μόνο με λόγους επιτιμητικούς, αλλά και με πράξεις και λόγια γεμάτα φιλανθρωπία, προστάζοντάς τους να φέρουν τον νέον σε Εκείνον, τον οποίον έφεραν. Μόλις το δαιμόνιο είδε τον Κύριο εσπάραξε τον άνθρωπο, ο οποίος έπεσε κι κυλιόταν αφρίζοντας· διότι του επιτρεπόταν να καταστήσει φανερή την κακία του. Ο δε Κύριος ρώτησε τον πατέρα του παιδιού, «πόσο χρονικό διάστημα του συμβαίνει τούτο;». Αυτήν την ερώτηση την κάνει ο Κύριος, για να τον οδηγήσει προς την πίστη, ώστε δι’ αυτής να φθάσει στην παράκληση, διότι απείχε πολύ από την πίστη ο άνθρωπος αυτός, ώστε να μη παρακαλεί, ούτε υπέρ της σωτηρίας του παιδιού. Γι' αυτό δεν παρακάλεσε καθόλου ούτε τους μαθητές, διότι λέγει, «τους είπα να εκβάλουν το δαιμόνιο». Δεν γονάτισε, δεν ικέτευσε, δεν παρακάλεσε. Αλλά φαίνεται, ότι ούτε και τον Κύριο παρακάλεσε. Γι’ αυτό ο Κύριος, αφήνει το παιδί, που ήταν ξαπλωμένο εμπρός στα μάτια του, και ανοίγει συζήτηση με τον πατέρα, τον οποίο ρωτά για το χρόνο του παθήματος του παιδιού του, για να τον οδηγήσει, σε κατάσταση παράκλησης και ικεσίας. Ο πατέρας, ανταποκρινόμενος απαντάει ότι, του συμβαίνει από την παιδική ηλικία και ότι πολλές φορές τον έβαλε στη φωτιά και στα ύδατα, για να αφανίσει τον δαίμονα, προσθέτοντας, με κάποια αδιαφορία: «Αλλά αν μπορείς, λυπήσου μας και βοήθησέ μας».

Ο τρόπος που απαντά στον Κύριο, φανερώνει την απιστία του, διότι λέγοντας: «αν μπορείς», δίνει την εντύπωση, ότι δεν πιστεύει, ότι μπορεί ο άλλος, δηλαδή, ο Κύριος. Γι’ αυτό ο Κύριος του απαντά με τον ίδιο τρόπο και το ίδιο ύφος, λέγοντάς του, «αν και εσύ μπορείς να πιστέψεις, τότε όλα είναι δυνατά στον πιστεύοντα». Το λέγει δε τούτο όχι διότι αγνοεί την απιστία εκείνου, αλλά διότι τον προβιβάζει σταδιακά και βαθμιαία στην πίστη και συγχρόνως αποδεικνύει, ότι αιτία που δεν έβγαλαν οι μαθητές τον δαίμονα από το παιδί του, είναι η δική του απιστία, διότι δεν λέγει ο Κύριος προς τον πατέρα του παιδιού, «αν μπορείς να πιστέψεις», διότι πάντοτε ο Κύριος απαιτεί την πίστη από τους ζητούντες θεραπείες, διότι ως δεσπότης και κηδεμόνας και των ψυχών, φρόντιζε να θεραπευθούν κι' αυτές, διά της πίστεως. Έτσι ο πατέρας του παιδιού, μόλις άκουσε ότι από τη δική του προσωπική πίστη εξαρτάται η ίαση του παιδιού του, απαντάει με συντριβή και δάκρυα ότι, «πιστεύω, Κύριε, βοήθησε (εξάλειψε) την απιστία μου». Διαπιστώνεται αρίστη πρόοδος του ήθους του ταλαιπωρημένου εκείνου πατέρα. Διότι όχι μόνο επίστευσε περί της θεραπείας του παιδιού του, αλλά και ότι ο Κύριος μπορεί να κατανικήσει ακόμα και τη δική του απιστία, όποτε και αν μόνος του το θελήσει.
Το δαιμόνιο τούτο φαίνεται ότι είναι όχι μόνο φοβερότατο, αλλά και θρασύτατο. Η δε θρασύτητά του αποδεικνύεται από τη σφοδρότητα της επιτιμήσεως και η παραγγελία να μη εισέλθει άλλη φορά διότι, όπως φαίνεται, χωρίς την παραγγελία αυτή μπορούσε να επιστρέψει, ξανά, μετά την εκβολή. Εξ άλλου είχε κατεξουσιάσει σε μεγάλη έκταση τον άνθρωπο, διότι ήταν δυσκολοαπόσπαστο και συγχρόνως έμενε κωφό και άλαλο, ώστε να μη επαρκεί η φύση, να εξουσιάζει την υπερβολική του μανία, γι' αυτό και είχε καταντήσει τελείως αναίσθητη, διότι λέγει, «αφού έκραξε και τον νέο τον εσπάραξε δυνατά, εξήλθε. Το δε παιδί, έγινε σαν νεκρός, ώστε πολλοί να λέγουν ότι απέθανε». Η δε κραυγή του, δεν αντίκειται προς το γεγονός ότι το δαιμόνιο ήταν άλαλο, διότι η μεν λαλιά είναι φωνή σημαντική κάποιας εννοίας, η δε κραυγή είναι άσημη φωνή. Αφήνεται δε το δαιμόνιο να σπαράξει τον άνθρωπο τόσο πολύ και να τον καταστήσει σαν νεκρό, για να φανερωθεί όλη η κακία του. Ο Κύριος λοιπόν, πιάνοντας το χέρι του ανθρώπου, τον ανήγειρε, δεικνύοντας έτσι, ότι έχει πολλή ενέργεια. Το ότι τον έπιασε από το χέρι ήταν εκδήλωση της κτιστής μας ενεργείας. Το ότι τον ανέστησε, σημαίνει ότι είναι πλέον απαλλαγμένος από πάθη και αμαρτήματα και είναι η εκδήλωσις της άκτιστης θείας και ζωαρχικής ενεργείας.

Όταν οι μαθητές ερώτησαν ιδιαιτέρως, «γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλουμε;», τους απάντησε ότι τούτο το δαιμόνιο «δεν μπορεί να εξέλθει με τίποτε άλλο, πλην της προσευχής και της νηστείας». Λέγουν λοιπόν μερικοί ότι αυτή η προσευχή και η νηστεία πρέπει να γίνονται από τον πάσχοντα. Αυτό δεν είναι όμως σωστό, διότι ο ενεργούμενος από πονηρό πνεύμα, και μάλιστα τόσο φοβερό, αφού είναι όργανο δαίμονα και καταδυναστεύεται από εκείνον, πώς θα μπορούσε να προσευχηθεί ή νηστεύσει επωφελώς για τον εαυτό του; Φαίνεται ότι το δεινότατο τούτο δαιμόνιο είναι της ακολασίας, αφού άλλοτε μεν ρίπτει τον κατειλημμένο στη φωτιά (διότι τέτοιοι είναι οι αλλόκοτοι και αναίσθητοι έρωτες), άλλοτε δε τον βυθίζει στα ύδατα διά της αδηφαγίας και των άμετρων και άφθονων πότων και συμποσίων. Είναι δε και σ' αυτούς κωφό και άλαλο το δαιμόνιο τούτο, διότι αυτός που πείθεται στις υποβολές τοιούτου δαιμονίου δεν υποφέρει εύκολα ν' ακούει και να λαλεί τα θεία. Αλλ' όμως όταν κανείς έχει το πονηρό αυτό πνεύμα και συμπεριφέρεται από τις υποβολές εκείνου, όταν ανασηκωθεί προς επιστροφή (διότι έχει το αυτεξούσιο), χρειάζεται προσευχή και νηστεία, ώστε με την νηστεία μεν, να χαλινώσει το σώμα και να καταστείλει τις επαναστάσεις του, δια της προσευχής δε, να αδρανοποιήσει και να κατευνάσει τις προλήψεις της ψυχής και τους λογισμούς, που ερεθίζουν προς το πάθος. Κι έτσι, απελαύνοντας με προσευχή και νηστεία την σατανική προσβολή και επήρεια, να κυριαρχήσει το πάθος. Όταν όμως δεν ενεργείται απλώς από την υποβολή του δαίμονος, αλλ' έχει ένοικο τον ίδιον τον δαίμονα, ούτε κατά τα ανθρώπινα πλέον πάσχει, ούτε ο ίδιος μπορεί να πράξει κάτι προς θεραπεία του, αλλ' ό,τι θα έπραττε εκείνος, αν είχε ελεύθερο νου, τούτο, πραττόμενο υπέρ αυτού από τους ελευθέρους, και μάλιστα κατόχους θείου Πνεύματος, θα συντελέσει μεγάλως προς την εκβολή του δαίμονος.

Αλλά βέβαια, δεν μας ζητείται ν' απελαύνουμε δαίμονες, και αν μπορέσουμε, να απελάσουμε, κανένα όφελος δεν θα προέλθει για μας, αν έχουμε ακατάστατο βίο. Διότι, λέγει, «πολλοί θα μου ειπούν εκείνη την ημέρα. Κύριε, δεν προφητεύσαμε στο όνομά σου και δεν εκβάλαμε δαιμόνια στ' όνομά σου; Και θα τους απαντήσω. Δεν σας γνωρίζω, απομακρυνθείτε από κοντά μου όσοι εργάζεσθε την ανομία». Επομένως πολύ επωφελέστερο είναι να σπεύσουμε να απελάσουμε το πάθος της πορνείας και της οργής, του μίσους και της υπερηφανείας, από το να εκβάλλουμε δαιμόνια. Πραγματικά, δεν αρκεί μόνο να απαλλαγούμε από τη σωματική αμαρτία, αλλά πρέπει να καθάρουμε και την ενέργεια, που οικουρεί μέσα στην ψυχή. Διότι οι κακοί διαλογισμοί εκπορεύονται από την καρδιά μας (μοιχείες, πορνείες, φόνοι, κλοπές, πλεονεξίες και τα παρόμοια και αυτά δε είναι που κινούν τον άνθρωπο), και «αυτός που κοιτάζει γυναίκα με πόθο, ήδη την μοίχευσε στην καρδιά του». Όταν άπρακτη το σώμα είναι δυνατό να ενεργείται η αμαρτία νοερώς· όταν δε η ψυχή αποκρούει εσωτερικώς την προσβολή του πονηρού, δια προσευχής και προσοχής και μνήμης θανάτου, διά της κατά τον Θεό λύπης και του πένθους, τότε της αγιοσύνης συμμετέχει και το σώμα του, αποκτώντας την απραξία στα κακά. Κι αυτό είναι εκείνο που λέγει ο Κύριος, ότι αυτός που καθάρισε το απ' έξω του ποτηριού και δεν καθάρισε και το εσωτερικό, δεν θα είναι καθαρό ολόκληρο. Πραγματικά καταβάλλοντας κάθε φροντίδα, ώστε να είναι κατά το θέλημα του Θεού η εσωτερική σου εργασία, θα νικήσεις τα εξωτερικά πάθη· διότι εάν η ρίζα είναι αγία και οι κλάδοι θα είναι άγιοι, εάν είναι η ζύμη, θα είναι και το φύραμα. «Να περιπατάτε κατά το πνεύμα», λέγει ο Παύλος, «και να μη εκτελείτε επιθυμία σαρκός».

Γι' αυτό και ο Χριστός δεν κατήργησε την Ιουδαϊκή περιτομή, αλλά την τελείωσε, διότι αυτός είναι που λέγει, «δεν ήλθα να καταλύσω τον νόμο, αλλά να τον συμπληρώσω». Πώς λοιπόν τον συμπλήρωσε; Ο νόμος εκείνος ήταν σφραγίδα και υπόδειγμα και συμβολική διδαχή περί της περιτομής των πονηρών λογισμών στην καρδιά. Οι Ιουδαίοι που δεν φρόντιζαν γι' αυτήν ονειδίζονταν από τους προφήτες, ως απερίτμητοι στην καρδιά, μισούνταν από τον βλέποντα στην καρδιά και στο τέλος έγιναν απόβλητοι, διότι ο άνθρωπος βλέπει στο πρόσωπο, ενώ ο Θεός στην καρδιά, κι εάν αυτή είναι γεμάτη ρυπαρούς ή πονηρούς λογισμούς, ο άνθρωπος εκείνος γίνεται άξιος θείας αποστροφής. Γι' αυτό πάλι ο απόστολος παραινεί, να κάνουμε τις ευχές, χωρίς οργή και διαλογισμούς.
Όταν δε ο Κύριος μας διδάσκει να φροντίζουμε για την πνευματική περιτομή της καρδιάς, μακαρίζει τους καθαρούς στην καρδιά και τους πτωχούς στο πνεύμα και της μεν καθαρότητας αυτής τονίζει, ότι έπαθλο είναι η θεοπτία, στους πτωχούς δε υπόσχεται τη βασιλεία των ουρανών. Λέγοντας πτωχούς, δεν εννοεί αυτούς που ζουν σε ένδεια και ευτέλεια. Δεν μακαρίζει απλώς τους τοιούτους ανθρώπους, αλλά τους κατά το φρόνημα τοιούτους, δηλαδή αυτούς που, εξ αιτίας της εσωτερικής ταπεινώσεως και αγαθής προαιρέσεως, διαθέτουν αναλόγως και τα εξωτερικά. Απαγορεύει δε, όχι μόνο τον φόνο, αλλά και την οργή, και προτάσσει να συγχωρούμε από καρδιάς αυτούς που μας πταίουν και δεν δέχεται το προσφερόμενο από μας δώρο, αν δεν συνδιαλλαγούμε, προηγουμένως, κι αφήσουμε την οργή.
Το ίδιο διδάσκει και για τα πορνικά πάθη. Διότι, και αυτήν την από περιέργεια θέα και την από αυτήν επιθυμία δίδαξε, ότι είναι μοιχεία στην καρδιά και εξετάζοντας αυτά τα θέματα γενικότερα λέγει, εάν το φως που έχεις μέσα σου, δηλαδή ο νους και η διάνοια, είναι σκότος, γεμάτα από τις αφώτιστες προσβολές των αρχόντων του σκότους, πόσο μάλλον το σκότος, δηλαδή το σώμα και η αίσθηση, τα οποία δεν έχουν δικό τους νοερό φέγγος, γεννητικό αληθείας και απαθείας; Εάν δε το μέσα σου φως είναι καθαρό, σε περίπτωση που δεν σκοτίζουν τα σαρκικά φρονήματα, θα είσαι τελείως φωτεινός κατά την ψυχή, όπως όταν σε φωτίζει το λυχνάρι με την λάμψη του. Τέτοια είναι η περιτομή της καρδίας κατά το πνεύμα, διά της οποίας ο Κύριος συμπλήρωσε την κατά τον νόμο περιτομή στην σάρκα, που δόθηκε στους Ιουδαίους, για να επισημάνει εκείνην και να οδηγεί προς εκείνην. Επειδή δε αυτοί δεν φρόντισαν να την αποκτήσουν, η περιτομή τους, όπως λέγει ο Παύλος, έγινε ακροβυστία και αποξενώθηκαν από τον Θεό, που δεν βλέπει στο πρόσωπο, δηλαδή στα φανερά δικαιώματα της σαρκός, αλλά στην καρδιά, δηλαδή στα αφανή και στα εσωτερικά κινήματα των λογισμών μας .

Ας προσέχουμε λοιπόν κι εμείς, κι ας καθαρίσουμε τις καρδιές μας από κάθε μολυσμό, για να μη συμπαρασυρθούμε μ' εκείνους που κατακρίθηκαν. Αν ο νόμος που εκτέθηκε, διά του Μωυσέως, «επιβεβαιώθηκε και κάθε παράβαση και παρακοή έλαβε δικαία ανταπόδοση, πώς θα ξεφύγουμε εμείς που αμελήσαμε για την σωτηρία μας, η οποία αρχίζοντας να διακηρύσσεται από τον Κύριο διαβιβάσθηκε προς εμάς εγκύρως από εκείνους που άκουσαν, ενώ ο Θεός συνεπεκύρωνε με σημεία και τέρατα και ποικίλες δυνάμεις και με διαμερισμό του αγίου Πνεύματος;». Ας φοβηθούμε λοιπόν τον διερευνώντα καρδιά και νεφρούς. Ας εξιλεώσουμε τον Κύριο των εκδικήσεων, ας βάλουμε μέσα μας ένοικο την ειρήνη, τον αγιασμό, την προσευχή με κατάνυξη, χωρίς τα οποία κανείς δεν θα δει τον Κύριο. Ας ποθήσουμε γεμάτοι πίστη την υπεσχημένη εκείνη στους καθαρούς στην καρδιά θέα, και ας πράξουμε τα πάντα, για να επιτύχουμε αυτήν, με την οποία μαζί είναι η αιωνία ζωή, το άφθαρτο κάλλος, ο αδαπάνητος πλούτος, η αναλλοίωτη και απέραντη τρυφή και δόξα και βασιλεία.
Αυτά είθε να επιτύχουμε όλοι εμείς σ' αυτόν τον βασιλέα των αιώνων Χριστό, στον οποίο μόνο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το Πανάγιο και Αγαθό και Ζωοποιό πνεύμα, στους απεράντους αιώνες.
(Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς») ΠΗΓΗ: alopsis

Προσαρμογή κειμένου: Διαχειριστής Ιστολογίου