ΑΛ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

  Εκατό χρόνια απο την κοίμηση του Παπαδιαμάντη

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

"Το επ' εμοί, ενόσω ζώ και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστό μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια Ελληνικά ήθη". 


Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Άγιος των γραμμάτων, χαρακτηριζόμενος, γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου του 1851 και ήταν ένας από τα έξι παιδιά (τέσσαρες αδελφές κι ένα αδελφό) της φτωχικής οικογένειάς του. Με δυσκολία θα τελειώσει το σχολείο, κι αμέσως μετά, το 1872, θα φύγει για το Άγιο Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, ο μετέπειτα μοναχός Νήφωνας. Ο Παπαδιαμάντης μετά λίγους μήνες δεν θεώρησε τον εαυτό του άξιο για το Σχήμα και επιστρέφει στον κόσμο, όπου εγγράφεται στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία δεν αποφοίτησε. Για τα έξοδα του λιτού βίου του, παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα σε νεότερα παιδιά. Έμαθε μόνος του αγγλικά και γαλλικά στα πρώτα χρόνια των σπουδών του. 


Ο γνωστός λογοτέχνης, εξάδελφός του, Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, τον διασυνέδεσε με λογοτεχνικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους της εποχής, όπου ο Παπαδιαμάντης αρχίζει τη συγγραφή λογοτεχνικών έργων, τα οποία δημοσιεύονται στον «Ραμπαγά», στον «Νεολόγο» της Κωνσταντινούπολης, στο «Μη Χάνεσαι» και στις εφημερίδες «Ακρόπολις» και «Εφημερίς», της εποχής. Συν τω χρόνω οι συνεργασίες του με περιοδικά και άλλες εφημερίδες αυξήθηκαν, μ’ αποτέλεσμα η συγγραφή, οι μεταφράσεις και η δημοσιογραφία να γίνουν το βιοποριστικό του επάγγελμα. Ενώ υπήρχε προοπτική για μια επιτυχή δημοσιογραφική και λογοτεχνική εξέλιξη στην Πρωτεύουσα, αυτό δεν συγκίνησε τον ταπεινό Παπαδιαμάντη. 


Οι στιγμές που του προσέφεραν αγαλλίαση στην Αθήνα ήταν εκείνες που συναναστρεφόταν με τους απλούς ανθρώπους, καθώς και όταν έψελνε στον ναό του αγίου Ελισαίου, στο Μοναστηράκι, ως δεξιός ψάλτης, ενώ αριστερός ήταν ο εξάδελφός του Μωραϊτίδης και ιερέας (οποία σύμπτωση) ο προσφάτως αγιοποιηθείς π. Νικόλαος Πλανάς. Εκτός από την δυσκολία που είχε, ώστε να προσαρμοστεί στην Αθήνα, απέκτησε ρευματισμούς στα χέρια, με αποτέλεσμα να μην μπορεί, να συνεχίσει το γράψιμο και κατ’ επέκταση τη δημοσιογραφική του εργασία. Εκ των πραγμάτων αναγκάζεται να επιστρέψει στη Σκιάθο όπου, άρρωστος πια, επαφίεται στις φροντίδες των αδελφών του. Κοιμήθηκε στις 3 Ιανουαρίου του 1911, ακριβώς πριν εκατό χρόνια. 


Το έργο του Παπαδιαμάντη μόλις πρόσφατα συγκεντρώθηκε ολόκληρο, χάρη στο μεράκι, την αγάπη και την κοπιώδη προσπάθεια του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, και του φιλολόγου κ. Μαυρόπουλου. Το έργο αυτό ήταν διάσπαρτο σε εφημερίδες και περιοδικά, γι’ αυτό χρειάσθηκαν αρκετά χρόνια, για να γίνουν «Τα Απαντα του Παπαδιαμάντη», που χάρη στους προαναφερομένους, είναι πια, μια πραγματικότητα, που πέτυχαν οι εκδόσεις «Δόμος». Παρά την έλλειψη συστηματικής καταγραφής του έργου του Παπαδιαμάντη, τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του αποτελούσαν και εξακολουθούν, να αποτελούν, σημαντικό μέρος της παιδείας των νέων και όχι μόνο. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα Χριστουγεννιάτικα διηγήματά του, ο Αμερικάνος, ο Χριστός στο Κάστρο, τα Πασχαλινά, ο Λαμπριάτικος ψάλτης, το Χωρίς στεφάνι, τα ψυχογραφικά μυθιστορήματά του, όπως είναι η Φόνισσα, η Γυφτοπούλα, όπου παρά το γλωσσική ιδιότυπη γλώσσα, που χρησιμοποιεί, διδάσκουν Ελληνισμό και Ελλάδα. Γιατί, πράγματι ο «κοσμοκαλόγερος», της Ελληνικής λογοτεχνίας, όπως αποκαλείται πια,  είχε για κελί ολόκληρο το νησί του. Μέσα από τα διηγήματά του, τις παραμυθίες του, η Σκιάθος προβάλλει, ως τόπος βιώσεως και διαβιώσεως, της στερεότερης και ανεπανάληπτης παράδοσης, του ελληνικού γένους και της ρωμιωσήνης ολόκληρης, ως τρόπου και ως τόπου αληθούς σωτηρίας του, αφού εκεί επέστρεψε, για να κοιμηθεί αιώνια. 


Σήμερα, έναν αιώνα από τον θάνατό του, πολλά έχουν αλλάξει κι εμείς οι νεοέλληνες φαίνεται, ότι έχουμε φύγει μακριά από τον δρόμο που μας άνοιξε. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα πρώτα επίχειρα της φαντασιώδους επιθυμίας μας, για άκοπη κι απρόσκοπτη, αέναη μεγιστοποίηση της καταναλωτικής μας ευχέρειας, στην οποία στηρίξαμε τη ζωή μας, με την κατάλυση της υποτυπώδους κοινωνικής μας συνοχής. Γιατί ως ελληνική κοινωνία χαλαρώσαμε μέσα στην ψυχρή αγκαλιά της κ. Θάτσερ τότε, και της κ. Μέρκελ τώρα και βιώνουμε αυτή τη φαντασματική, απρόσωπη ευρωπαϊκή κοινότητα, αυτού του πολυσυλλεκτικού μορφώματος, που στηρίζεται στην αναγκαιότητα της ψυχρής οικονομίας κι όχι σε εκείνη του αισθήματος, ο Παπαδιαμάντης θα έπρεπε να έχει χαθεί από τα μάτια μας και από τη σκέψη μας. 


Όμως «ο Παπαδιαμάντης λάμπει περισσότερο παρά ποτέ κι αυτό συμβαίνει παρά τη θέλησή μας», είπε ο αείμνηστος Χρήστος Βακαλόπουλος την αποτίμηση της σχέσης μας με τον Σκιαθίτη διηγηματογράφο το 1991. Πράγματι, «ο αριθμός των ανθρώπων που μπορούν σήμερα να απολαύσουν το παπαδιαμαντικό κείμενο συρρικνώνεται διαρκώς», αναφέρει σε δημοσίευμά του ο Σπύρος Γιανναράς, στην εφημερίδα «Καθημερινή» της 16ης Ιανουαρίου 2011, και συνεχίζει: «Κυρίως όμως μοιάζει να έχει μειωθεί δραστικά ο αριθμός όσων μπορούν να συλλάβουν ολόκληρο, αδιαχώριστα δηλαδή, το έργο μαζί με τον άνθρωπο. Γιατί ο Παπαδιαμάντης που διεκδικεί επάξια μια θέση στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα είναι κάτι πολύ παραπάνω από έναν εξαίσιο ηθογράφο της αλλοτινής Ελλάδας, που στήνει στα πόδια τους με ανυπέρβλητο τρόπο ολοζώντανους εμβληματικούς χαρακτήρες μιας δεδομένης κοινωνίας. 


Αν ο Παπαδιαμάντης μας αποκαλύπτει, σύμφωνα με τον Βακαλόπουλο «την ιερή μελωδία της πραγματικότητας», έναν σεβάσμιο δηλαδή τρόπο σχέσης με ανθρώπους και πράγματα πέρα από τη χρηστική ωφελιμοθηρία, η αντιμετώπισή του μόνο ως μεγάλου συγγραφέα ή μόνο ως ταπεινού ασκητή απειλεί να τον ακυρώσει, θίγοντας την ακεραιότητά του. Παρόλα αυτά, ίσως τώρα να μπορούμε να αποτιμήσουμε ευκολότερα τη σχέση μας μαζί του. 


Ζητήσαμε, γράφει ο συντ΄κτης της "Καθημερινής", από διαφορετικούς σε ηλικία και επάγγελμα, αναγνώστες του να μας εξηγήσουν γιατί τον διαβάζουν σήμερα. Από τις απαντήσεις προκύπτει ότι ο Παπαδιαμάντης εξακολουθεί να λάμπει παρά τη θέλησή μας, λειτουργώντας ως μεσάζων στην ανακάλυψη ενός βαθύτερου εαυτού μας από τον οποίο δεν έχουμε αποκοπεί πλήρως». 


ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΕΡΩΤΗΘΕΝΤΩΝ:


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ποιητής πάνω απ’ όλα!

Παντελής Μπουκάλας 


«Εν τινι παρεκκλησίω της εν... Μονής υπήρχε κιβώτιόν τι παλαιόν και σεσαθρωμένον, πλήρες εφθαρμένων βιβλίων. Ουδείς των σοφών περιηγητών των επισκεφθέντων κατά καιρούς την βιβλιοθήκην της Μονής ηξίωσε να ρίψη εκ περιεργείας βλέμμα και προς το λησμονημένον κιβώτιον». Παπαδιαμάντης. Προφανώς. «Οι έμποροι των εθνών». «Τι σε Δημητράκη καλέσωμεν; μουσικόν της καραβάνας, ψάλτην του γλυκού νερού, που κοιτάζεις στο βιβλίον και τα λες στα κουτουρού· ιμάμην των Χοτζάδων προεξάρχοντα, χαμάμην των Μποχώρηδων εξάρχοντα· αμανετζήν ηχηρότατον και μπατακτσήν οχληρότατον. Μας λίγωσες απ' τη γλύκα τας ψυχάς ημών». Κι αυτό Παπαδιαμάντης. Σατιρικότατος, με την «Ακολουθία του Σπανού», του 14/15ου αιώνα, οπωσδήποτε υπόψη του («Αλαλα τα χείλη των μιαρών, σπανών των κακίστων, και μεγάλων κακοποιών»). Δηλαδή, όχι προφανώς Παπαδιαμάντης, τουλάχιστον έτσι όπως δημιουργήθηκε με τα χρόνια, και ερήμην του, η λογοτεχνική «προφάνειά» του και όπως καλλιέργησε τις προσδοκίες των αναγνωστών του η καθυπόταξή του στο στενό σχήμα του «αγίου των γραμμάτων». «Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σκοινίον, από το οποίον εσχοινιάσθη κ' επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζωμαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποίον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη μου, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως» σχοίνισμα κληρονομίας» δι' εμέ, όπως η Γραφή λέγει». Παπαδιαμάντης. Και πάλι προφανώς, «Ονειρο στο κύμα», με ηπιότερη δημοτική, πλην με τη Γραφή και τη γνώση της παρούσα όσο σε ελάχιστους. Αλλά και το επόμενο Παπαδιαμάντης, δημοτικός, και γι' αυτό «απροσδόκητος», τουλάχιστον κατά τα στερεότυπα: «Μοναχός εγώ αγρυπνάω, / νυχτερεύω μοναχός· 'λεημοσύνη σάς ζητάω, / νύχτα, δόλι' αγάπη, φως!» - ακριβώς στο βηματισμό τού «Μοναχή το δρόμο επήρες...» Δεν χρειαζόταν να συνυπολογίσει τους παραπάνω στίχους ο Σεφέρης για να συμπεράνει πως «η μόνωση των Ελλήνων ποιητών είναι μεγάλη· είτε ο ποιητής ονομάζεται Κάλβος, είτε Παλαμάς, είτε Παπαδιαμάντης». Το κρίσιμο άλλωστε στο σεφερικό πόρισμα είναι ο χαρακτηρισμός του Σκιαθίτη ως ποιητή. Αυτό ήταν: ποιητής. Κι όχι λόγω των λιγοστών ποιημάτων του. Τα πεζά του, ένας κόσμος πλήρης μες στην ποικιλία του, του δίνουν τον τίτλο με ακέραιη την ουσία του. 


Με τις ανταύγειες του υψιδρόμου σέλαος!

Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Φιλόλογος - Επιμελητής Απάντων Παπαδιαμάντη.


Σε μια απαρατήρητη αλλά οξυδερκέστατη υποσημείωσή του ο Σεφέρης γράφει ότι το δόγμα του Παπαδιαμάντη έγινε «φύσις», τόσο που να τον μειώνει καίρια κανείς όταν το παραβλέπει (το δόγμα). Την επανέλαβε με ολόκληρο δοκίμιο εδώ και 50 χρόνια ο Λορεντζάτος, ωστόσο οι μειώσεις είναι αναρίθμητες. Δεν είναι άσχετες με την «φύσιν» του αυτές οι αράδες του Παπαδιαμάντη : «Ω, αι ώραι του λυκαυγούς!... Ιδού «αυτόμαται ήξαν πύλαι» ας έχον ώραι, πλην ας αφήσωμεν τους παλαιούς, και ας ψάλωμεν μετά του Κοσμά του θεσπεσίου: «Προσενωπίω σοι ώραι, υπεκλίθησαν, φως γαρ και προ ποδών υψίδρομον σέλας, Χριστέ...»» (226. 23-26). Παρέλκει εδώ η ερμηνεία της διάβασης από τον Ομηρο στον Κοσμά. Θέλω να πω μόνο ότι διαβάζω τον Παπαδιαμάντη αχώριστο από την «φύσιν» του, με όσες ανταύγειες του υψιδρόμου σέλαος αξιώνομαι και πάντοτε με σκηνικό την παπαδιαμαντική θάλασσα της Λίμνης Ευβοίας, απείκασμα του «άνω βυθού». 


Ζωή σαν ηθογραφία!

 Νίκος Γ. Ξυδάκης


Είχα την τύχη να ακούσω Παπαδιαμάντη στο εξατάξιο γυμνάσιο και να διδαχθώ καθαρεύουσα και αρχαία. Δεν λάτρευα τα εις –μι- ρήματα, αλλά τα διηγήματα του Σκιαθίτη-Αθηναίου έφερναν ρίγη ακατανόητα στην εφηβική ψυχή, σχεδόν ισοδυνάμως με τον Καρυωτάκη και το ροκ. Εκτοτε επιστρέφω συχνά. Αλλιώς. Διαρκώς. Με τον καιρό, βυθίστηκα στην πρόζα του, τη μουρμουριστή και εμμελή, ακολούθησα το βλέμμα του πάνω στους ανθρώπους, το βλέμμα του που χαϊδεύει εταστικά λοφίσκους και γραΐδια, τον τρόπο με τον οποίο ιχνογραφεί απαλά το κοινό και το κύριο, εισέπνευσα το ψυχικό άρωμα της ακατακρισίας, της συμπόνιας, της συχώρεσης, της αγάπης. Με τον καιρό, άρχισα να σκέφτομαι ότι ο Παπαδιαμάντης μάς έμαθε να βλέπουμε τον τόπο που ζούμε, τον τρόπο που ζούμε, ανθρώπους αντινομικούς, παλαιούς, παράφορους, αλλοπρόσαλλους, δαιμονισμένους και άγιους, σοφούς, ανθρώπους που ζουν τη ζωή σαν ηθογραφία διάστικτη από ποταπότητα και μεγαλείο. Με τον καιρό, ένιωσα ότι ο Παπαδιαμάντης έβαλε στο ορατό φάσμα τον κόσμο μας με τρόπο συναρπαστικό και δυσχερή, τέτοιο που απαιτεί από τον αναγνώστη ένα ορισμένο ήθος, άσκηση, κόπο. Και, παραδόξως, ανεξιθρησκεία: ο ορθόδοξος και Ελλην Παπαδιαμάντης μάς ιστορεί σαν μείγματα φωνών και δοξασιών, σαν γοητευμένους από το νάι φερέοικου δερβίση, σαν συνδαιτυμόνες του δόκτορος Βουντ, σαν τον αντινομικό Κερκυραίο μπαρμπα-Πίπη, βαφτισμένο καθολικό μα πολέμιο του Πάπα, γαλουχημένο Δυτικό μα πολέμιο των Άγγλων, όστις τα «πατεριμά του ήξευρε ρωμέικα» και τάμα είχε να κατεβαίνει πεζός ως τον Πειραιά για την Ανάσταση. Καθώς μας ιστορεί, μας διδάσκει· μάλλον, μας υποβάλλει αβίαστα να μας βλέπουμε πραγματικά, ένυλα, ιστορικά και ταυτοχρόνως να μας φανταζόμαστε υπέρτερους, να προβάλλουμε την αλήθεια μας πέραν του χαμηλού μας βίου, στον απέραντο γλαυκό ορίζοντα του πελάγους. Ακούγοντας τη σιγαλή, ψαλτική του πρόζα, μινύρισμα τρυγόνος και δοξολογία κορυδαλλού, μάθαμε να διακρίνουμε τη βαθύτερη ουσία των καταγωγικών ιχνών: ξωμάχοι, εργατικοί, μικροαστοί, τυχοδιώκτες, πλάνητες, αλαφροΐσκιωτοι, αγυιόπαιδες, αναδύθηκαν μπρος τα μάτια μας, έγιναν ορατοί, κι ήταν οι δικοί μας άνθρωποι, γονείς και γείτονες· καδραρισμένοι σε τοπία ξάφνου ορατά, φωτισμένα αλλιώς, τοπία που έμεναν αθέατα, ασυναίσθητα - ελαιώνες, ακρωτήρια, λιμάνια, κρασοπουλιά, καφενεία, τελωνεία, λοιμοκαθαρτήρια, μαχαλάδες, περιβόλια, αμπέλια, λαγκάδια, ναΐσκοι, αρσανάδες... Κι ήταν ο δικός μας κόσμος, τόσο σύνθετος, τόσο πλούσιος, όσο ο κόσμος του Μπαλζάκ, του Φλωμπέρ, του Τσέχωφ, του Ντοστογιέφσκι. Κόσμος που αξίζει να ζεις και να τον παλεύεις, χωρίς βαρυγκώμιες και συμπλέγματα, κόσμος φιλόσοφος και αναστοχαστικός. Χωρίς εκβιασμένα ηθικά διδάγματα, αλλά με βαθιά ενσυναίσθηση: «Ο γερο-Φραγκούλης επίστευε και έκλαιεν... Ω, ναι, ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει...». 


Τελικά, ήταν συχωριανός μου, απάντησε ο Σπύρος Παπαδόπουλος* 


Οι ιστορίες που άκουγα για σχεδόν τριάντα χρόνια, μιλούσαν για μεγάλες ιδέες, επιστήμη ή σημαντικές ημερομηνίες. Αφηναν όμως μονίμως απ' έξω τους ανθρώπους. Αυτούς τους ανθρώπους που βλέπαμε Πάσχα - καλοκαίρι στο χωριό να κρύβονται πίσω από τόνους σεμεδάκια ή αυτούς που όλο τον υπόλοιπο καιρό στην Αθήνα, μετά από πέντε ποτήρια κρασί άλλαζαν τον τρόπο που προφέρουν τα φωνήεντα. Το κενό αυτό, μάλλον αποτυχημένα, παλεύαμε να γεμίσουμε κατασκευάζοντας ιστορίες που μυρίζουν ανθρωπίλα και ίσως μια στάλα δέος. Τις φτιάχναμε, εφευρίσκοντας άκομψες πλάκες στον παράδρομο της Συγγρού ή παρακολουθώντας έντρομοι τους Πόντιους συμφοιτητές μας στην Κομοτηνή, να λένε πως η γιαγιά ενός απ' αυτούς, καθάριζε τα αυτιά της, χρησιμοποιώντας εφημερίδα, μέλι και ένα αναμμένο σπίρτο. Σε κάποια γιορτή ήρθε σαν δώρο να γεμίσει το κενό, το βιβλίο με τίτλο «Τα σκοτεινά παραμύθια του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη». Εκεί νόμισα πως βρήκα υπαινιγμούς που απαντούσαν σε όλων των ειδών τις άκυρες ερωτήσεις, όπως ας πούμε στο γιατί μαζευόμασταν τα βράδια μπροστά στο κλειστό σχολείο του χωριού και σχεδόν τρομαγμένοι λέγαμε για τον δρόμο προς την Παναγία (δηλαδή το νεκροταφείο) ή τη μυθική Γουρούνα. Ο Παπαδιαμάντης αποδείχτηκε ότι δεν είχε σχέση με τη Σκιάθο, παρά ήταν συχωριανός μου. Μάλιστα, μοιραζόταν τα ίδια μυστικά με τον παππού του Γιάννη, που γνώριζε καλά τις υπέροχες νεράιδες που ζούσαν στο ποτάμι και έκρυβαν στον κόρφο τους ένα ποθητό και ζόρικο μαντήλι. Ο Παπαδιαμάντης ήξερε την Ε., στην οποία πήγαιναν ντόπιοι και ξένοι (καμιά φορά έρχονταν και απ' τον Καναδά) για να ρωτήσουν για το μέλλον. Εκείνη έκρυβε τα άσχημα νέα και εκκλησιαζόταν τακτικά. Ο Παπαδιαμάντης εντέλει, εξηγούσε με ακρίβεια γιατί δεν αισθανόμουν 


Η Δύση και η καθ’ ημάς Ανατολή 

Κώστας Κουτσουρέλης


Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη μνημονεύουμε για τους λόγους που μνημονεύουμε κάθε κορυφαίο συγγραφέα. Πρωτίστως, για όλα αυτά που το έργο του μας προσφέρει τόσο πλουσιοπάροχα: τη ρωμαλεότητα της περιγραφής, την ευαισθησία του βλέμματος, την ποικιλοχρωμία της έκφρασης, τον διάχυτο λυρισμό. Τα διηγήματά του είναι μια γιορτή της ελληνικής γλώσσας και την ίδια στιγμή ένας οδηγητικός μίτος μες σ' έναν κόσμο φαινομενικά παρωχημένο, αλλά ωστόσο μονίμως παρόντα. Κάτω απ' το καιρικό πέπλο των χαρακτήρων του βρίσκει κανείς, μόλις βαλθεί να το ανασηκώσει, αδρές και αναγνωρίσιμες φιγούρες, οικείες συμπεριφορές, ήθη και έθη ανεξίτηλα. Με δύο λόγια, βρίσκει ο καθένας μας ατομικά, συμπυκνωμένο όπως μόνο η λογοτεχνία το μπορεί, κάτι απ' τον ίδιο του τον εαυτό. Όμως, Παπαδιαμάντη μνημονεύουμε και για έναν άλλο λόγο, εξίσου, μπορεί και περισσότερο βαρύνοντα. Όπως συμβαίνει με τους δημιουργούς που περιέρχονται στη μικρή εκείνη ομάδα των σημαδιακών, ο Παπαδιαμάντης είναι ένας από τους νοηματοδότες της νεότερής μας ταυτότητας, ένας από τους στυλοβάτες της συλλογικής μας αυτοκατανόησης. Το έργο του μας συναρπάζει επειδή εικονογραφεί όσο λίγα τη σταθερότερη απ' τις σταθερές του νεοελληνικού βίου, τη μόνιμη διελκυστίνδα ανάμεσα στη Δύση και στη δική μας, καθ' ημάς, Ανατολή. Και ό,τι αυτή συνεπάγεται. Η αμφιθυμία λ.χ. ανάμεσα στο άστυ και την ύπαιθρο, μεταξύ της αλληλέγγυας αλλά ασφυκτικής Κοινότητας και της απρόσωπης πλην ανεκτικής Κοινωνίας, μεταξύ της πίστης στην Πρόνοια απ' τη μια, και της πίστης στην Πρόοδο απ' την άλλη, όλα αποτυπώνονται ανάγλυφα στο έργο του. Ο Παπαδιαμάντης, βέβαια, έχει κι αυτός τις προτιμήσεις του· συχνά παίρνει θέση. Γι' αυτό, κάποιοι τον είδαν σαν ιδεολογικό ταγό. Κάποιοι άλλοι, τον αναγόρευσαν εχθρό. Δεν έχει σημασία. Δική του νίκη, νίκη του συγγραφέα, είναι ότι και οι μεν και οι δε δεν σταματούν να τον διαβάζουν. 


Η ουτοπία της κοινότητας!

 Χρήστος Μποκόρος


Ακόμη με συνεπαίρνει έκπληξη και θαυμασμός, όταν η τέχνη σώζει το ελάχιστο της καθημερινής μας συνθήκης και το αξιώνει ως συλλογική αλήθεια στην αιωνιότητα. Δεν συμβαίνει βέβαια συχνά, δεν είναι το σύνηθες στην τέχνη, αλλά όταν συμβεί γαληνεύει απρόβλεπτα ο νους του ανθρώπου με τον αναστημένο κόσμο που αποκαλύπτεται μπροστά του. Αν ψάξεις, με εργαλεία λογικά, να εξηγήσεις το πώς, ο τρόπος διαφεύγει ασύλληπτος ή μοιάζει παράταιρος και λίγος, προφυλάσσοντας έτσι και τη χάρη από την επανάληψη. Οταν σκοντάφτουμε σε τέτοια έργα, η απαράμιλλη σαφήνεια με την οποία προβάλλουν, ακυρώνει τα επιχειρήματά μας, τους νόμους και τους κανόνες της τρέχουσας τέχνης. Αρδεύεται, υπόγεια, με νέο ρεύμα η διάθεσή μας, να προσδοκούμε νόημα ζωής στη σχέση μας με τις χαρές και τα βάσανα του μικρού μας τόπου. Να ονειρευόμαστε την ουτοπία της κοινότητας. Μια ουτοπία που είναι πιο κοντά μας κι από την ίδια την πραγματικότητα. Μια ουτοπία που βρίσκεται γύρω μας, αν τη δούμε και την αγαπήσουμε εντός μας. Αυτή την κατ' εξοχήν αλήθεια ανέδειξε το χάρισμα του Παπαδιαμάντη κι αυτήν μας κατέλειπε η αγάπη του, ζωή ολοζώντανη, στο έργο του. Κοινός ο τόπος για όλους, αλλά μοναδικός για τον καθένα, καταδικός του, ο τρόπος να τον υψώνει σε κοινότητα. 


Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ... 

Μάνος Αχαλινωτόπουλος, Μουσικός 


Ο δικός μου ο κυρ Αλέξανδρος είναι ο μάγος του ξεπεσμένου δερβίση, είναι εκείνος που μίλησε με τον πιο ποιητικό, μεταφυσικό και εν τέλει γιορταστικό τρόπο για τον ήχο, τη μουσική και την πνοή. Οταν λέω μεταφυσικό, εννοώ μετά της φύσεως, και όχι μετά τη φύση, γιατί στον κυρ Αλέξανδρο ο ήχος ο γιορτινός σού τρυπάει τα σωθικά, είναι ενσώματος ενώ «χορδίζει τα σύμπαντα», είναι βρώσιμος, αληθινός και της καρδιάς. Αυτός ο κυρ Αλέξανδρος, που την ευχή του να έχουμε, είναι αυτός που αγάπησε τον αλλότριο και τον ξένο πολύ πριν από τις ιδεολογίες. Είναι ο ίδιος που μαχόταν για την αγαπημένη του βυζαντινή μουσική και την ορθή εκφορά της, που είναι ο ίδιος αυτούσιος και υπερούσιος «ατμός» και «πάθος» και «μύρο» και «άχνη» και «μελωδία». Μια μελωδία ατέρμονη και μεθυστική, που άφησε πνευματικά της παιδιά τον Ταρκόφσκι και τον Βακαλόπουλο και άλλους πολλούς και σημαντικούς, και που θα λέει για πάντα σε πλάγιο του δευτέρου ήχο σαν κράτημα «κοσμικόν»: «αυτός ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει» (μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ...). Μια μελωδία που αγαπάει τους ποιητές, τους πλάνητες και τους ερωτευμένους, τα τρία στοιχεία που κυριαρχούν στο έργο και στον βίο του. Κόσμος-κόσμημα! Φτιαγμένος από τα χέρια του κυρ Αλέξανδρου. Πέτρες, δάση, σοκάκια και ακρογιάλια, όλα δικά του! Εκείνος ο ταπεινός Παπαδιαμάντης από την αγάπη του και την καρδιά του τον φύσηξε αυτόν τον κόσμο και έχει ανάλαφρη πνοή, είναι από μέσα φωτεινός και γι' αυτό για πάντα γιορτινός. Για πάντας γιορτινός! 

 


ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ:

Συμφωνώντας με τους ερωτηθέντες, το μόνο που εμείς λέμε, επιλογικά: 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης! 

Για πάντα αιώνιος!

 Και γιατί όχι; 

Σε κάποια στιγμή, ναι, 

ΑΓΙΟΣ!

ΠΗΓΗ: Η ΗΑΘΗΜΕΡΙΝΗ


 

 

"

Το επ' εμοί, ενόσω ζώ και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστό μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια Ελληνικά ήθη". 


 

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Άγιος των γραμμάτων, χαρακτηριζόμενος, γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου του 1851 και ήταν ένας από τα έξι παιδιά (τέσσαρες αδελφές κι ένα αδελφό) της φτωχικής οικογένειάς του. Με δυσκολία θα τελειώσει το σχολείο, κι αμέσως μετά, το 1872, θα φύγει για το Άγιο Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, ο μετέπειτα μοναχός Νήφωνας. Ο Παπαδιαμάντης μετά λίγους μήνες δεν θεώρησε τον εαυτό του άξιο για το Σχήμα και επιστρέφει στον κόσμο, όπου εγγράφεται στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία δεν αποφοίτησε. Για τα έξοδα του λιτού βίου του, παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα σε νεότερα παιδιά. Έμαθε μόνος του αγγλικά και γαλλικά στα πρώτα χρόνια των σπουδών του. 


Ο γνωστός λογοτέχνης, εξάδελφός του, Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, τον διασυνέδεσε με λογοτεχνικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους της εποχής, όπου ο Παπαδιαμάντης αρχίζει τη συγγραφή λογοτεχνικών έργων, τα οποία δημοσιεύονται στον «Ραμπαγά», στον «Νεολόγο» της Κωνσταντινούπολης, στο «Μη Χάνεσαι» και στις εφημερίδες «Ακρόπολις» και «Εφημερίς», της εποχής. Συν τω χρόνω οι συνεργασίες του με περιοδικά και άλλες εφημερίδες αυξήθηκαν, μ’ αποτέλεσμα η συγγραφή, οι μεταφράσεις και η δημοσιογραφία να γίνουν το βιοποριστικό του επάγγελμα. Ενώ υπήρχε προοπτική για μια επιτυχή δημοσιογραφική και λογοτεχνική εξέλιξη στην Πρωτεύουσα, αυτό δεν συγκίνησε τον ταπεινό Παπαδιαμάντη. 


Οι στιγμές που του προσέφεραν αγαλλίαση στην Αθήνα ήταν εκείνες που συναναστρεφόταν με τους απλούς ανθρώπους, καθώς και όταν έψελνε στον ναό του αγίου Ελισαίου, στο Μοναστηράκι, ως δεξιός ψάλτης, ενώ αριστερός ήταν ο εξάδελφός του Μωραϊτίδης και ιερέας (οποία σύμπτωση) ο προσφάτως αγιοποιηθείς π. Νικόλαος Πλανάς. Εκτός από την δυσκολία που είχε, ώστε να προσαρμοστεί στην Αθήνα, απέκτησε ρευματισμούς στα χέρια, με αποτέλεσμα να μην μπορεί, να συνεχίσει το γράψιμο και κατ’ επέκταση τη δημοσιογραφική του εργασία. Εκ των πραγμάτων αναγκάζεται να επιστρέψει στη Σκιάθο όπου, άρρωστος πια, επαφίεται στις φροντίδες των αδελφών του. Κοιμήθηκε στις 3 Ιανουαρίου του 1911, ακριβώς πριν εκατό χρόνια. 


Το έργο του Παπαδιαμάντη μόλις πρόσφατα συγκεντρώθηκε ολόκληρο, χάρη στο μεράκι, την αγάπη και την κοπιώδη προσπάθεια του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, και του φιλολόγου κ. Μαυρόπουλου. Το έργο αυτό ήταν διάσπαρτο σε εφημερίδες και περιοδικά, γι’ αυτό χρειάσθηκαν αρκετά χρόνια, για να γίνουν «Τα Απαντα του Παπαδιαμάντη», που χάρη στους προαναφερομένους, είναι πια, μια πραγματικότητα, που πέτυχαν οι εκδόσεις «Δόμος». Παρά την έλλειψη συστηματικής καταγραφής του έργου του Παπαδιαμάντη, τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του αποτελούσαν και εξακολουθούν, να αποτελούν, σημαντικό μέρος της παιδείας των νέων και όχι μόνο. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα Χριστουγεννιάτικα διηγήματά του, ο Αμερικάνος, ο Χριστός στο Κάστρο, τα Πασχαλινά, ο Λαμπριάτικος ψάλτης, το Χωρίς στεφάνι, τα ψυχογραφικά μυθιστορήματά του, όπως είναι η Φόνισσα, η Γυφτοπούλα, όπου παρά το γλωσσική ιδιότυπη γλώσσα, που χρησιμοποιεί, διδάσκουν Ελληνισμό και Ελλάδα. Γιατί, πράγματι ο «κοσμοκαλόγερος», της Ελληνικής λογοτεχνίας, όπως αποκαλείται πια,  είχε για κελί ολόκληρο το νησί του. Μέσα από τα διηγήματά του, τις παραμυθίες του, η Σκιάθος προβάλλει, ως τόπος βιώσεως και διαβιώσεως, της στερεότερης και ανεπανάληπτης παράδοσης, του ελληνικού γένους και της ρωμιωσήνης ολόκληρης, ως τρόπου και ως τόπου αληθούς σωτηρίας του, αφού εκεί επέστρεψε, για να κοιμηθεί αιώνια.