ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

ΚΥΡΙΑΚΗ  Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου

Η Ευαγγελική περικοπή της σημερινής  Κυριακής Β΄ της πνευματικής περιόδου της Αγίας και Μεγάλης Σαρακοστής αναφέρεται στη θεραπεία ενός παραλυτικού της πόλεως Καπερναούμ, ο οποίος έφθασε κοντά στον Ιησού με ανορθόδοξο τρόπο, αφού χρειάσθηκε να τον κατεβάσουν από τη στέγη του κτηρίου, της συναγωγής που βρισκόταν ο Κύριος.

Πράγματι, ο παράλυτος της Καπερνα­ούμ εφέρετο υπό τεσσάρων ανδρών, γιατί είχε πιστέψει, ότι ο μόνο αν έφθανε κοντά στο Ιησού, θα έβρισκε τη χρόνια θεραπεία του. Ο σωματικά, αλλά μη ψυχικά παράλυτος, προσέρχεται στον Ιησού, όντως μετανοημένος, διακατεχόμενος από την αίσθηση της συγχωρήσεως και της ικεσίας προς τον Θεόν, η οποία φανερώνεται με το χάλασμα της οροφής του κτηρίου. Η οροφή ερμηνεύεται από τους Πατέρες, ότι  είναι ο νους, ο οποίος πρέπει να καθαρθεί, δια της μετανοίας, δηλαδή, της αλλαγής των σκέψεων,  δια να μπορεί να καθοδηγεί ορθά το σώμα.

Παράλληλα, η Εκκλησία, καθόρισε η σημερινή δεύτερη Κυριακή των Νηστειών, να τιμάται η μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ενός κορυφαίου Πατέρα της Εκκλησίας, ως επέκταση της πρώτης Κυριακής, της Ορθοδοξίας, διότι όχι μόνο ο βίος του Αγίου Γρηγορίου, αλλά το συγγραφικό του έργο και η διδασκαλία του, ανύψωσε το οικοδόμημα της Ορθοδοξίας.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1296 απὸ γονείς εύπορους, μορφωμένους και εὐσεβεις. Διαθέτοντας σπάνια οξύνοια, έγινε νεότατος κάτοχος τόσο της «κατά κόσμον» σοφίας όσο και της «κατά Χριστόν», της πρώτης, φοιτώντας στο πανεπιστήμιο της Βασιλεύουσας, που διευθυνόταν τότε απὸ τον διάσημο φιλόσοφο Θεόδωρο Μετοχική (1270-1331)  και της δεύτερης, μαθητεύοντας στον θεόσοφο μητροπολίτη Φιλαδέλφειας Θεόληπτο (παρ. 1250-1325), απ τον οποίο μυήθηκε στη νοερά προσευχή. Μόλις εικοσάχρονος εγκατέλειψε τον κόσμο και ακλούθησε τον μοναχικό βίο. Κοιμήθηκε σε ηλικία 63 χρονών στις 14 Νοεμβρίου από ασθένεια και αγιοποιήθηκε σύντομα. Το ιερό του λείψανο σώζεται σήμερα στην Ιερά Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης.

Ως αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, επίσημα ήταν για δώδεκα χρόνια, αλλά μόνο στα μισά παρέμεινε, λόγω περιπετειών από τη δράση του, η οποία τον οδήγησε  μέχρι και φυλακής. Έλαβε μέρος στις συγκροτηθείσες συνόδους του 1341 και 1347 και πολέμησε τις κακοδοξίες των δυτικόφρονων Βαρλαάμ και Ακίνδυνου. Έγραψε πολλά θεολογικά συγγράμματα, κυρίως δογματικά για να καταπολεμήσει τους αιρετικούς, όπως περί του Αγίου Πνεύματος, επιστολές στους αντιησυχαστές, καθώς επίσης και πάρα πολλά ομολογιακά κείμενα. Ο Άγιος Γρηγόριος χαρακτηρίζεται, ως ο θεολόγος της χάριτος του άκτιστου φωτός. Μετά στασιμότητα πολλών αιώνων ο Γρηγόριος Παλαμάς, κατόρθωσε να ανανεώσει τη θεολογική ορολογία και να δώσει νέες κατευθύνσεις στη θεολογική σκέψη. Ξεκίνησε από προσωπικές εμπειρίες και απέδειξε ότι, το έργο της θεολογίας είναι ασύγκριτα ανώτερο από της φιλοσοφίας ή άλλης επιστήμης. Αξιολογεί την έξω σοφία ως περιορισμένη, αναφέροντας δύο γνώσεις: τη θεία και την ανθρώπινη, καθώς και δύο Θεϊκά δώρα: τα φυσικά για όλους, και τα υπερφυσικά ή πνευματικά, που δίδονται όποτε θέλει ο Θεός και μόνο στους καθαρούς και αγίους, στους τελείους. Η θεολογία ολοκληρώνεται δια της θεοπτίας.

Η οντολογική προσφορά του Αγίου Γρηγορίου στην θεολογία είναι η διδασκαλία του στη διάκριση ανάμεσα στην ουσία και στην ενέργεια του Θεού. Η ύπαρξη του Θεού, δίδαξε συνίσταται: α) στην ουσία Του Θεού, η οποία είναι άκτιστη, ακατάληπτη και αυθύπαρκτη και ονομάζεται κυριολεκτικά Θεότης και β) στις ενέργειες Του Θεού, οι οποίες λέγονται και ιδιότητες ή προσόντα, που είναι μεν άκτιστες, αλλά καταληπτές. Άλλο λοιπόν, είναι η θεότης και άλλο είναι η βασιλεία, η αγιότητα, η παντοδυναμία, η ευσπλαχνία κ.ο.κ., του Θεού.

Ο άνθρωπος είναι η μίξη δύο διαφορετικών κόσμων που φανερώνει όλη την κτίση. Ακολουθώντας, ο Άγιος Γρηγόριος την Πατερική κατεύθυνση, σε αντίθεση με την πλατωνική ανθρωπολογία, την οποία ακολουθεί ο αντίδικός του Βαρλαάμ, θεωρεί ότι το σώμα του ανθρώπου δεν είναι πονηρό, αλλά αποτελεί κατοικία του νου, αφού μάλιστα καθίσταται και του Θεού κατοικία, έτσι μαζί με τη ψυχή καθιστά τον άνθρωπο ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο.  Η αναγέννηση του ανθρώπου έρχεται με το βάπτισμα, ενώ η ανακαίνιση με τη Θεία Ευχαριστία. Το Μυστήριο του Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας είναι για τον άγιο Γρηγόριο τα δύο θεμελιώδη μυστήρια, της Θείας Οικονομίας.

Το ουσιωδέστερο στοιχείο της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου Παλαμά συνίσταται στην ανύψωση του ανθρώπου, υπεράνω αυτού του κόσμου. Η εμπειρία της θεώσεως είναι δυνατή από εδώ με τη σύνδεση του ιστορικού με το υπεριστορικό, του χρονικού με το άχρονο. Το φως που είδαν οι μαθητές του Χριστού στο Θαβώρ, το φως που βλέπουν οι καθαροί ησυχαστές, ακόμα και σήμερα, όπως Γέροντας Παίσιος, ο Σωφρόνιος κ.ά. είναι η υπόσταση των αγαθών του μέλλοντος αιώνος και αποτελούν τις τρείς φάσεις του ενός και του αυτού πνευματικού γεγονότος, σε μια υπερχρόνια πραγματικότητα.

Η θεολογική διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά διαφέρει από εκείνη του Βαρλαάμ και των ομοϊδεατών του, γιατί ο Παλαμάς μιλούσε μέσα από την εμπειρία του, ενώ οι άλλοι μέσα από την στοχαστική ανάλυση και τη φιλοσοφική προσέγγιση.

Είναι όντως αλήθεια ότι ο άγιος Γρηγόριος στα κείμενά του μιλάει με δύο τρόπους για τον Τριαδικό Θεό. Στην αρχή του θεολογικού διαλόγου, που είχε με τον Βαρλαάμ, χρησιμοποιεί τη βιβλική ορολογία, μέσα από την οποία περνά την αποκαλυπτική του εμπειρία. Δηλαδή, κάνει λόγο για Πατέρα, που είναι αγέννητος, για Υιό, που γεννάται από τον Πατέρα, και για Άγιο Πνεύμα, που εκπορεύεται από τον Πατέρα και πέμπεται δια του Υιού. Επίσης, μιλάει για τρία Φώτα που ορώνται από τον θεούμενο. Στην συνέχεια όμως των διαλόγων του, επειδή συνομιλεί με φιλοσοφούντας θεολόγους, κάνει λόγο για υπόσταση, για πρόσωπο, για ουσία και  γιαφύση. Κάνει,δηλαδή, μια πλήρη και ολοκληρωμένη ανάλυση του τρισυπόστατου της Θεότητος. Έτσι, μας δίνει ένα υπόδειγμα για το πώς μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τέτοια ζητήματα στους διαλόγους με τους ετεροδόξους.

Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο που πρέπει να εξάρουμε είναι ότι, ο Θεός έχει ουσία και ενέργεια. Πρόκειται, δηλαδή, για το μυστήριο της αδιαιρέτου διακρίσεως ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Αυτή είναι η θεμελιακή διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, για την οποία έγινε πολύς λόγος. Όμως, η ενέργεια στον Θεό δεν πρέπει να εκλαμβάνεται απροσδιόριστα και αφηρημένα, αφού ο άγιος Γρηγόριος πολλές φορές κάνει λόγο για ενυπόσταστη ενέργεια. «Εκάστης υποστάσεως καθ’ εαυτήν ενεργούσης ιδία και η ενέργεια», γράφει.

Με άλλα λόγια η ενέργεια δεν ενεργεί ανεξάρτητα των υποστάσεων - προσώπων, αλλά υπάρχει και ενεργεί δια των υποστάσεων. Μέσα σε αυτήν την προοπτική κάνει λόγο επανειλημμένως στα έργα του και για«ενυπόστατο φως», το οποίο ενεργεί δια της υποστάσεως του Λόγου και λαμπρύνει και το σώμα, το οποίο προσέλαβε από την Παναγία και το θέωσε.

Η θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά δεν είναι θεωρητική, δηλαδή ο άγιος δεν επεδίωκε να αναφερθεί στο θέμα του Θεού για να Τον ερευνήσει φιλοσοφικά, αλλά για να διδάξει τη σωτηριολογική ευεργεσία του Θεού προς τον άνθρωπο. Η θεολογία συνδέεται αναπόσπαστα με την Οικονομία, την Ανθρωπολογία και τη Σωτηριολογία. Μέσα από αυτήν την προοπτική μπορούμε να δούμε τα όσα λέγει περί του ανθρώπου, ως προσώπου.

Όλη η αναφορά του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στο ανθρώπινο πρόσωπο δεν γίνεται απροϋπόθετα. Γνωρίζει σαφώς ότι ο άνθρωπος υφίσταται και αυτός ως υπόσταση - πρόσωπο αναλογικά και κατ’ οικονομία. Και αυτό, βέβαια, συμβαίνει γιατί υπάρχει χαώδης διαφορά μεταξύ θείας και ανθρώπινης υποστάσεως,  όπως δεν υπάρχει καμία ομοιότητα μεταξύ κτιστού και ακτίστου.

Εις ό,τι αφορά την αλληλοπεριχώρηση των υποστάσεων - προσώπων, ο Άγιος Γρηγόριος υποστηρίζει, ότι οι Τρείς Θείες υποστάσεις περιχωρούνται η μία μέσα στην άλλη «φυσικώς, ολικώς και αϊδίως», συγχρόνως όμως περιχωρούν η μία την άλλη «αφύρτως (αμίκτως) και ασυγχύτως». Δηλαδή υπάρχει ολοκληρωτική και αΐδια (παντοτινή) αλληλοπεριχώρηση, αλλά ταυτοχρόνως και ασύγχυτη. Όμως, μία είναι η ενέργεια των θείων υποστάσεων, η οποία προέρχεται από τον Πατέρα, προΐεται δια του Υιού και προφαίνεται εν τω Αγίω Πνεύματι.

Αυτό όμως, δεν συμβαίνει και με τις ανθρώπινες υποστάσεις. Δηλαδή, δεν μπορεί η καθεμία ανθρώπινη υπόσταση να ζει και να ενεργεί μέσα στην άλλη υπόσταση, όπως συμβαίνει στην Αγία Τριάδα, διότι οι ανθρώπινες υποστάσεις είναι κτιστές, αλλά και λόγω της υπάρξεως του σώματος, το οποίο είναι και θνητό και παθητό.

Επίσης, τα ανθρώπινα πρόσωπα, ενώ έχουν κοινή ουσία, εν τούτοις προέρχονται από διαφορετικά πρόσωπα - υποστάσεις. Με άλλα λόγια, ενώ στον Τριαδικό Θεό, ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα, στα ανθρώπινα δεδομένα κάθε υπόσταση προέρχεται από διαφορετική υπόσταση, ούσα αιτιατό μιας άλλης, και αυτή αιτία κάποιας άλλης. Για παράδειγμα, ο Κάιν και ο Άβελ γεννήθηκαν από τον Αδάμ, αλλά τα παιδιά του Κάϊν και του Άβελ, ενώ έχουν την ίδια φύση του Αδάμ, γεννήθηκαν από άλλη υπόσταση. Επί πλέον η διαφορά φαίνεται και από το ότι η ίδια ενέργεια εκδηλώνεται σε όλους τους ομογενείς, αλλά όμως είναι ιδιαίτερη ενέργεια κάθε υποστάσεως, όταν ενεργεί καθ’ εαυτήν.

Μια άλλη θεολογική θέση, που δείχνει τη διαφορά μεταξύ θείων και ανθρωπίνων υποστάσεων, συνδέεται με τον τρόπο γεννήσεως και κοινωνίας κάθε υποστάσεως - προσώπου. Ο Υιός, ενώ γεννάται προπάντων των αιώνων από τον Πατέρα, εν τούτοις μένει «αχωρίστως» και «αϊδίως» ενωμένος με τον Πατέρα, και έχει την ίδια φύση με τον γεννήσαντα. Όμως, δεν συμβαίνει το ίδιο με την ανθρώπινη υπόσταση, η οποία, ενώ γεννάται από ένα συγκεκριμένο πατέρα, εν τούτοις μετά την γέννηση δεν εξακολουθεί να ζει μέσα στον γεννήσαντα πατέρα του.

Μια τρίτη θεολογική θέση, που δείχνει την διαφορά μεταξύ των θείων και των ανθρωπίνων υποστάσεων, συνδέεται με τον θεολογικό όρο «συμβεβηκός». Συμβεβηκός είναι το γινόμενο και το απογινόμενο, αυτό που εμφανίζεται και  αυτό που εξαφανίζεται, χωρίς να φθείρεται το υποκείμενο. Πρόκειται δηλαδή για το φυσικώς προσόν, αφού αυξάνεται και μειώνεται, όπως η γνώση στη λογική ψυχή. Κάθε άνθρωπος μπορεί να αυξήσει την γνώση του. Αυτό όμως δεν συμβαίνει στις Θείες Υποστάσεις, αφού χαρακτηριστικό γνώρισμα της ακτίστου φύσεως είναι το, ότι δεν υφίσταται τροπή ή αλλοίωση, δεν γίνεται και απογίνεται. Άλλωστε η τροπή και η αλλοίωση, το γινόμενο και το απογινόμενο είναι γνώρισμα μόνο της κτιστής φύσεως.

Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει πολλά παραδείγματα από την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά περί του ανθρωπίνου προσώπου, όπως για παράδειγμα, το λεγόμενο προσωπείο, το οποίο συνδέεται με τον σκοτασμό του νου, και την διάχυσή του δια των αισθήσεων στο περιβάλλον. Όταν ο νους απομακρυνθεί από κάθε αισθητό και ανασηκωθεί από τον κατακλυσμό, που του δημιουργεί η τύρβη, η ενασχόληση με αυτά, τότε, διδάσκει ο Παλαμάς ότι θα «κατοπτεύσει τον εντός άνθρωπον, τέως μεν επιών το προσγενόμενον ειδεχθές προσωπείου εκ της κάτω περιπλανήσεως, τούτο δε δια πένθους απονίψασθαι σπεύδει».

Ένα άλλο είναι η πορεία του ανθρώπου από το «κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωσιν». Αυτή η πορεία εκπληρώνει την υποστατική αρχή και την ολοκλήρωση του ανθρώπου. Είναι πορεία που απομακρύνει τον άνθρωπο από το προσωπείο και τον καθιστά πρόσωπο.

Η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά περί του προσώπου είναι η όλη θεολογία του περί του ησυχασμού, και μάλιστα η παρουσίαση του προσώπου της Θεοτόκου και του τρόπου τον οποίον μετήλθε για να φθάσει στην κατά Χάρη θέωση και να γίνει το πρόσωπο δια του οποίου ενηνθρώπισε ο Χριστός. Αξίζει να σημειωθεί  ότι η θέωση του ανθρώπου δεν επιτυγχάνεται με την στοχαστική αναλογία, δηλαδή με την σχολαστική θεολογία, που στηρίζεται στην μεταφυσική, της οποίας φορέας ήταν ο Βαρλαάμ, αλλά με την ησυχαστική μέθοδο και τον ησυχαστικό τρόπο ζωής.

Προσεγγίσζυμε με ψήγματα  τη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, κυρίως για το πρόσωπο του Θεού και των ανθρώπων. Ως κεντρική ιδέα του θέματος ας είναι ότι, το πραγματικό πρόσωπο στη διδασκαλία του αγίου Πατέρα, είναι ο Θεός. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μιλάει για το Θεό μέσα από την δική του πνευματική εμπειρία, την αποκάλυψη του Θεού που δέχθηκε ο ίδιος, χρησιμοποιώντας βιβλικούς όρους. Όμως, για να αντιμετωπίσει και τους αιρετικούς της εποχής του, χρησιμοποίησε και τους όρους πρόσωπο, υπόσταση, ουσία, ενέργεια κλπ. Γνώριζε, βέβαια, ότι ο Θεός δεν ταυτίζεται απόλυτα με τους όρους αυτούς, αφού η εμπειρία υπερβαίνει την ορολογία. Κατά την διάρκεια της θεωρίας του Θεού, καταργούνται τα πάντα, κάθε γνώση που προέρχεται από την αίσθηση και τα αισθητά, επομένως και κάθε ορολογία που προέρχεται από την φιλοσοφία. Οι όροι μπορούν κάπως να μας βοηθήσουν στην διατύπωση της εμπειρίας, είναι οδοδείκτες για την παραμονή μας στον τρόπο της θεραπείας, αλλά γνωρίζουμε ασφαλώς ότι  Θεόν «φράσαι μεν αδύνατον, ως ο εσμός λόγος, νοήσαι δε αδυνατώτερον», κατά την εύστοχη παρατήρηση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.

Επίσης, επειδή η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αποδέχεται τη στοχαστική αναλογία, η οποία δεν θεραπεύει τον άνθρωπο, γι’ αυτό και διδάσκει, ότι δεν υπάρχει καμιά αναλογία μεταξύ ακτίστου Θεού και κτιστού ανθρώπου. Οπότε, δεν υπάρχει καμία, επίσης, ομοιότητα μεταξύ του προσώπου του Θεού και του προσώπου του ανθρώπου. Απλώς οι άγιοι κατά συγκατάβαση, ομιλούν και για τον άνθρωπο ότι είναι πρόσωπο – υπόσταση, χωρίς να ξεχνούν ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ του προσώπου Θεού και του προσώπου ανθρώπου. Βεβαίως, η μόνη γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός.

Έτσι, με αυτές τις προϋποθέσεις ο άνθρωπος μπορεί να γίνει από δυνάμει, σε ενεργεία πρόσωπο – υπόσταση, χωρίς να ταυτισθεί απόλυτα με τον Θεό, ακολουθώντας τη μέθοδο της ορθοδόξου ησυχίας, όπως την εξέφρασε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και υπερβαίνοντας την κτιστότητα και θνητότητά του, με την άκτιστη Χάρη του Θεού. Διότι μόνο με την άκτιστη ενέργεια του Θεού μπορούμε να υπερβούμε την κτιστότητά μας, και να γίνουμε κατά Χάρη θεοί, να αποκτήσουμε κατά Χάρη αυτό που ο Θεός είναι κατά φύση, και να μεθέξουμε κατά μετουσία αυτό που ο Θεός είναι κατ’ ουσίαν.

Μέσα από την κατά Χάρη θέωση μπορούμε να βιώσουμε μερικά μόνο γνωρίσματα του προσώπου –υποστάσεως, ισχυρίζεται ο αυθεντικά θεολογικός, ο ευσεβής και όχι ευσεβιστικός  Παλαμικός λόγος, ή η Παλαμική θεολογία, όπως ονομάστηκε η διδασκαλία και το έργο του «εν Αγίοις Πατρός ημών Γρηγορίου του Παλαμά», η οποία θεωρείται θεμελιώδης, για την Ορθόδοξη Εκκλησία και την Ορθοδοξία, γιατί ανύψωσε το οικοδόμημα της Ορθοδοξίας.

Ο Άγιος Γρηγόριος, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ο Παλαμάς αγωνίσθηκε, για να κατοχυρώσει τη βεβαιότητα της σωτηρίας του ανθρώπου, ο οποίος αν δεν έχει τη δυνατότητα της προσωπικής αίσθησης ή της μυστικής εμπειρίας, της άμεσης σχέσης ή κοινωνίας και ένωσης με τον Θεό, ως μέλος της Εκκλησίας, τότε τα πάντα είναι μάταια.

Όπως έγραψαν οι μελετητές των έργων του, κέντρο της διδασκαλίας του είναι ο άνθρωπος. Η άκτιστη χάρη ή ενέργεια είναι η άμεση αποκάλυψη του Θεού και δίνει τη δυνατότητα της άμεσης ή προσωπικής θεοπτίας και κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό. Η μυστική εμπειρία της χάρης του Αγίου Πνεύματος είναι ουσιαστικό στοιχείο της χριστιανικής ζωής, το οποίο μπορεί να βιώσει ο πιστός μέσα στην Εκκλησία. Ο Χριστός δίνει σ’ όλο τον κόσμο το άκτιστο φως της Αγίας Τριάδος. Καλεί δε όλους μας, να το προσλάβουμε και να το αποκτήσουμε. Για να συμβεί, όμως αυτό, απαιτείται η καθαρότητα της καρδιάς, του νου και της ψυχής. Για να ενεργήσει η χάρη του Θεού, χρειάζεται να προηγηθεί η μετάνοια και η αυτοκάθαρση και η ετεροκάθαρση της νόησης και της διανόησης του ανθρώπου.

Δίκαια και ορθά ο Άγιος Γρη­γό­ρι­ος ο Παλαμάς, ανα­δείχθη­κε, ως ένας εκ των Μεγίστων Θε­ο­λό­γων της Εκ­κλη­σί­ας, διότι κατόρθωσε να διασώσει,  να διαδώσει και να μεταδώσει αυθεντικά, τις ενέργειες και την ουσία του Άκτιστου Θεού, ανα­κε­φα­λαι­ώ­νοντας τους Αγίους Πα­τέ­ρες όλων των εποχών, ε­πα­να­δι­α­τυ­πώ­νοντας και ε­πα­νεκ­φρά­ζοντας την  ορθόδοξη πί­στη με τη δι­κή του γλώσ­σα, με τον δι­κό του τρό­πο, μέ­νον­τας σταθερά πι­στός στη θε­ο­λο­γι­κή  ομολο­γί­α των πα­τέ­ρων, διδάσκοντας πρωτίστως  τη δι­ά­κρι­ση ου­σί­ας και ενέρ­γει­ας εις τον Θε­όν, ονομάζοντάς την  «δι­ά­κρι­σιν θε­ο­πρε­πή και απόρ­ρη­τον», που είναι η προϋ­πό­θε­ση της θε­ώ­σε­ως του ανθρώπου.

Γι’ αυτό και τιμάται την Β΄ Κυριακή της Μ. Σαρακοστής, που είναι η αμέσως επόμενη Κυριακή της Ορθοδοξίας, της οποίας το οικοδόμημα ανοικοδόμησε  με την  Αγιοπνευματική διδασκαλία του και τους πνευματοφόρους αγώνες του.